The Project Gutenberg EBook of The Orphan, by Alexandros Papadiamantis
This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
with this eBook or online at www.gutenberg.org
Title: The Orphan
Author: Alexandros Papadiamantis
Release Date: April 27, 2011 [EBook #35978]
Language: Greek
Character set encoding: UTF-8
*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK THE ORPHAN ***
Produced by Sophia Canoni. George Canonis provided valuable
help in proofreading.
Note: The tonic system has been changed from polytonic to
monotonic, the spelling of the book has not been changed
otherwise. Bold words are included in &. Three footnotes
have been placed at the end of the book.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του
βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &.
Τρεις υποσημειώσεις σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του
βιβλίου.
— Α! αυτό πρώτη φορά είνε· άντρωπο να τρώη άλλο άντρωπο!
Ούτω πως εξέφραζε μετά γέλωτος την έκπληξίν του ο αγαθός
Βαυαρός Γουλιέλμος Βιλδ, ο εξασκήσας επί πενήντα έτη σωστά το
ιατρικόν επάγγελμα εις Σ . . . , όταν έν δειλινόν εκλήθη να
επισκεφθή χάσκουσαν και αιμάσσουσαν πληγήν επάνω εις το
δεξιόν οφρύδιον μιας καλής οικοκυράς, της Αρετής Καβούλαινας.
Ο ιατρός εξήτασε το τραύμα, το εκαθάρισε καλώς διά του
χειρουργικού ψαλιδίου, είτα το έρραψε λίαν επιτηδείως. Ήτο
προφανώς από δαγκωματιάν ανθρώπου, και μάλιστα γυναικός· αλλά
το βάθος και το εύρος των ιχνών απεδείκνυον ότι είχε δοθή
σχεδόν μετά θηριώδους ορμής.
Ελέχθη, και ο κόσμος όλος επίστευσεν, αν και δεν είχε κληθή ο
ειρηνοδίκης ή ο αστυνόμος του τόπου διά να ενεργήσωσιν
ανακρίσεις και συντάξωσιν έκθεσιν, ότι είχον μαλώσει από
ημερών δύο συμπεθέραις, η παθούσα, η Αρετή Καβούλαινα, και η
δράσασα, η Αρετή Χαρανίνα, (οποία σύμπτωσις, δύο Αρεταί να
τρώγωνται ούτω μεταξύ των), και η δευτέρα, εν τη μανία της
οργής της, ερρίφθη κατεπάνω της άλλης και την εδάγκασε τόσον
φοβερά εις το πρόσωπον. Όθεν το τόσω αφελές σχόλιον του
Γερμανού ιατρού είχε κάπως τον τόπον του.
Εν τούτοις η αγχιστεία των ήτο πολύ παλαιά, και, κατά την
παροιμίαν, «είχε ψοφήσει το βώδι τους — πάει η κολληγιά
τους». Ο αδελφός της Καβούλαινας και η αδελφή της Χαρανίνας,
οίτινες απετέλουν πάλαι ποτέ ανδρόγυνον, προ πολλού δεν
υπήρχον πλέον εις τον κόσμον. Ο μόνος καρπός της συζυγίας
των, το ίχνος της διαβάσεώς των, (το μόνον, διότι παν άλλο
ίχνος των εχάθη εις το υγρόν στοιχείον, καθώς θα ίδωμεν),
ήτον ο μοναχογυιός των Στάμος Καβούλης, εικοσιδύο ετών
σήμερον, εξ αφορμής του οποίου σχεδόν είχαν μαλώσει αι δυο
παλαιαί συμπεθέραι.
Πώς να μη μαλώσουν, αφού η θεια του η Καβούλαινα ήθελε να τον
παντρέψη με το μέρος όπου επροτίμα αυτή, χωρίς να λάβη την
άδειαν και της θειας του της Χαρανίνας. Ήτον, αλήθεια,
ακριβός και περιζήτητος γαμβρός ο Στάμος. Αλλά να θέλη, η
προς πατρός θεία του να τον μεταχειρισθή ως πράγμα ιδικόν
της, χωρίς να έχη είδησιν και η άλλη θεια του, η από το μέρος
της μητρός, πού ηκούσθη αυτό; Γίνονται ποτέ αυταίς η
δουλειαίς χωρίς να ερωτηθούν οι συγγενείς μεταξύ τους;
Μερικοί συγγενείς μάλιστα είνε πολύ αυστηροί εις το κεφάλαιον
τούτο, ώστε, εάν δεν ερωτηθούν να δώσουν γνώμην περί του
υποψηφίου προσώπου και της οικογενείας του και δεν κληθούν
εις τα μπασίδια, εις τον γάμον, ούτε θέλουν ν' αναγνωρίσουν
τον νέον εξ αγχιστείας συγγενή, είτε νύμφη είτε γαμβρός είνε.
Του Στάμου οι γονείς είχον αποθάνει, όταν αυτός ήτο βρέφος,
και όλοι μεν οι συγγενείς εφρόντισαν περί της ανατροφής του,
αλλ' υπέρ πάντας και πάσας η προς μητρός θεία του η Χαρανίνα.
Ούτος υπήρξεν όχι απλώς ορφανός, αλλ' αυτό τούτο
«πεντάρφανος». Διότι μετά τον θάνατον της μητρός του Ζωίτσας,
(θάνατον τραγικόν, ή μάλλον τρυγικόν, ως θα ίδωμεν), ευθύς,
μετ' ολίγον ο πατήρ του ο Γιάννης Καβούλης είχε λάβει
δευτέραν σύζυγον, με την εύλογον πρόφασιν την οποίαν
ευρίσκουν πρόχειρον όλοι οι έχοντες τέκνα χηρευμένοι· αλλ'
εις αυτήν την περίπτωσιν δεν επρόκειτο μόνον διά την
περίθαλψιν του μικρού Στάμου, έχοντος ηλικίαν ολίγων μηνών·
υπήρχε και είς παλαιός έρως του Γιάννη με την Φλωρού, την
δευτέραν σύζυγόν του. Είτα μετά έν έτος επήγε κι' ο πατέρας
του, αδικοθάνατος κι' αυτός. Ύστερον η μητρυιά του, μετ' ου
πολύ, εξέχασε τον παλαιόν έρωτα κ' έλαβε δεύτερον άνδρα. Τότε
ο μικρός Στάμος ευρέθη εις την οικίαν, ήτις ήτο προικώα της
μητρός του, μεταξύ μιας μητρυιάς κ' ενός συζύγου της
μητρυιάς, παραμητρυιού. Οι συγγενείς τότε εζήτησαν να
παραλάβουν τον μικρόν από τας χείρας της μητρυιάς του, αλλ'
αύτη μη έχουσα τέκνον, και ίσως θέλουσα να έχη απολογίαν εις
την συνείδησίν της, επειδή εκατοίκει και διητάτο εις την
οικίαν της προκατόχου της, επέμεινε να τον κρατήση κ'
επεδείκνυε προς αυτόν μελετημένην στοργήν. Δυστυχώς, η Φλωρού
μετ' ολίγον χρόνον απέθανε κι' αυτή. Ο χάρος εμάχετο πολύ το
σπίτι εκείνο. Τότε ο παραμητρυιός του επήρεν άλλην
παραμητρυιάν, κ' εκατοίκησεν αλλού. Τέλος, η θεια η Χαρανίνα
επήρε τον Στάμον εις την οικίαν της και εις αυτής τας χείρας
εμεγάλωσεν ο νέος.
Είχεν εγερθή ζήτημα επ' ευκαιρία της τελευταίας ταύτης
επιγαμίας, αν επετρέπετο να γείνη γάμος, και ο αρχαϊκός παππ'
Αλέξανδρος, ο επίτροπος του δεσπότη, δεν ήθελε να δώση
άδειαν, λόγω ότι η τελευταία αυτή παραμητρυιά, καίτοι πρώτην
φοράν υπανδρευομένη αυτή, ενυμφεύετο τον παραμητρυιόν δίγαμον
εκ διγαμίας, και άρα απετελείτο τετραγαμία. Αλλ' οι
ενδιαφερόμενοι «επήγαν παραμέσα», δηλ. έκαμον έκκλησιν εις
την αρχιεπισκοπήν, και Πρωτοσύγκελλος, αφού έλαβεν, ως
ελέχθη, δύο εκατοστάρικα (όπως πιστεύουν τινές ότι συμβαίνει
κάποτε λόγω εκκλησιαστικής «οικονομίας»), εν αγνοία, ως
φαίνεται, του Δεσπότη, όστις διετέλει σχεδόν εις ανικανότητα,
επέτρεψε τον γάμον.
Ούτω πως ανετράφη ο Στάμος, ο υιός του Γιάννη Καβούλη, ο
«πεντάρφανος». Και σήμερον, όταν επρόκειτο να τον νυμφεύσουν,
εφιλονείκησαν τόσον κακά αι δύο του θείαι. Εν τούτοις, το
μέρος το οποίον ήθελεν η θεια η Καβούλαινα ήτο καλόν και
ήρεσκεν εις αυτόν τον νέον. Αλλ' η Χαρανίνα ησθάνετο την
φιλοτιμίαν της προσβαλλομένην, επειδή ήθελε να φανή ότι αυτή
έπρεπε να τον υπανδρεύση και όχι η θεία του η άλλη.
Ο νέος, ικετικώς, είχεν ειπεί εις την θεια Χαρανίναν·
— Ντέρτι δικό μου, θεια, κασσαβέτι δικό σου!
Η φράσις αύτη, την οποίαν μαζί με άλλα ρητά και παροιμίας
είχεν ακούσει από τους θείους του τους Χαραναίους (απλοϊκούς
και λίαν εντίμους γεωργοκτηματίας) εσήμαινε περίπου, ότι το
πρώτον πρόσωπον ήτο αρμόδιον να κρίνη περί υποθέσεως αφορώσης
αυτό, και όχι τα δεύτερα και τα τρίτα. Ήλπιζε δε διά της
πραότητός του ν' αφοπλίση την ανδρογυναίκα την οποίαν μεγάλως
εσέβετο, διότι εις την οικίαν της είχεν ανδρωθή και την
εγνώριζεν ως μητέρα.
Αλλ' υπό ποίας περιστάσεις είχον αποθάνει οι γονείς του,
τούτο θα διηγηθώμεν τώρα. Κατά την εποχήν του τρυγητού η
ατυχής μάνα του, όταν αυτός ήτο νήπιον, επνίγη εντός της
καρούτας όπου επατούσε τα σταφύλια.
Η καρούτα, ξυλίνη, ήτο τεραστία, χωρούσα στέμφυλα περί τα
εκατόν φορτώματα, ισοδυναμούντα σχεδόν με άλλας τόσας βαρέλας
μούστου. Είχε κατά μήκος άνω προς τα χείλη δύο λεπτάς δοκούς,
συνεχούσας τας δύο πλευράς του πλάτους, αλλ' η γυνή,
ηναγκασμένη να κρατή με την αριστεράν άνω των κνημών τα
φορέματά της, επιάνετο με την δεξιάν από την μίαν δοκόν· αλλ'
επί μίαν στιγμήν συνέβη, ποίος ειξεύρει πώς, να ξεπιασθή, και
τότε εβούλιαξε μέχρι του λαιμού εις τον μούστον. Η αγωνία
υπήρξε βραχεία· μόλις επρόφθασε να εκβάλη κραυγήν. Μετ' ολίγα
λεπτά της ώρας την ηύραν πνιγμένην μέσα εις μεθυστικόν
ρευστόν του Διονύσου.
Το πώς εχάθη ο πατήρ του ολίγους μήνας μετά τον δεύτερον
γάμον, δεν έμαθε ποτέ ούτε αυτός ο Στάμος, ούτε αι θείαι του,
ούτε παππάς, ούτε πνευματικός, ούτε κανείς άλλος εις τον
τόπον. Εγνώσθη μόνον ότι εβυθίσθη κ' επνίγη με την ιδίαν
γολέτταν του, με την οποίαν εταξείδευε κατ' έτος τα ίδια
κρασιά του και όσα άλλα ηγόραζεν από γείτονας. Είχε φορτώσει
τα κρασιά της άλλης χρονιάς, κατόπιν εκείνων τα οποία
επέπρωτο να γίνωσι πλημμύρα σπονδών εις την αυλήν της οικίας
και εις τον δρόμον, μετά τον πνιγμόν της πρώτης γυναικός του.
Ω! τα μοιραία εκείνα κρασιά των ατυχών αμπέλων! Πλην πόθεν
προήλθε το ναυάγιον και εκ ποίας αφορμής εβυθίσθη η γολέττα;
Επιστεύθη κατ' αρχάς ότι έγεινεν όπως όλα τα ναυάγια, δηλ.
από τρικυμίαν, από ύφαλον ή σκόπελον, κτλ. Την αληθή αιτίαν
μόνον ίσως κανείς γηραλέος πνευματικός, εις την Αγίαν Άνναν ή
εις τα Καψοκαλύβια του Άθωνος, θα την έμαθεν. Αλλ' εχρειάσθη
να παρέλθωσι καιροί και χρόνοι, ν' αποθάνη ο κρυφός αίτιος
της συμφοράς, και η αδελφή του ενόχου να διηγηθη είς τινας
εξαδέλφας της το γεγονός, διά να ξεκολάση, ως είπε, τον
μακαρίτην τον αδελφόν της.
Ο αδελφός της αφηγητρίας ήτο μαραγκός (ήτοι ναυπηγός) και
μάλιστα &πουργοτζής& (τριβελιστής) εκτάκτως επιδέξιος. Το
επάγγελμα τούτο δεν τον εμπόδιζε να είνε καλλωπιστής, όλας
τας Κυριακάς και τας εορτάς, θεωρούμενος ως «ασίκης», ωραίος
νέος. Τον καιρόν εκείνον οι νέοι πάσης τάξεως είξευραν τι θα
πη «έρωτας». Έκαμναν πατινάδες συχνά, τας νύκτας, και μάλιστα
όταν εξημέρωνεν εορτή, εις τας ωραίας του τόπου. Ο Γιάννης ο
Καβούλης και ο Νίκος ο Μπελκαρής, ο πουργοτζής, περί ου ο
λόγος, υπήρξαν ποτε αντερασταί.
Εις τον απάνω Μαχαλάν, άνω της κρημνώδους ακτής, όπου
θραύονται τα κύματα και λαλούν θρηνωδίας οι γλάροι, υπήρχε
μία εύμορφη κοπέλλα η «Φλωρού του Μανάκη», την οποίαν πολλοί
νέοι, καί τινες γέροι, ερωτεύοντο. Διότι υπήρχον πολλά
γεροντοπαλλήκαρα, τα οποία ελάμβαναν μέρος εις τους
νυκτερινούς κώμους. Μίαν νύκτα, υπό τα παράθυρα της ωραίας
Φλωρούς, μεγάλη έρις και σύγκρουσις επήλθε μεταξύ δύο ομίλων.
Η παρέα του Νίκου του πουργοτζή αργοπορούσεν υπό τον εξώστην
της οικίας, τραγουδούσα το «Άστρο της αυγής» και την «Πάπια
του γιαλού»· τότε έφθασεν η παρέα του Γιάννη του Καβούλη,
ψάλλουσα τον «Διπλόν καϋμόν». Τότε αι δυο ομάδες ήλθον εις
ρήξιν. Φαίνεται ότι ο Γιάννης εφάνη σκληρός και βάρβαρος, κ'
εκτύπησε με τας ιδίας χείρας του τον αντεραστήν του.
Ο Νίκος του είπε «να το κρεμάση σκουλαρίκι», αλλ' ο Καβούλης
δεν το εψήφισεν. Ύστερον από ολίγον καιρόν, ο Γιάννης, αν και
επροτίμα την ωραίαν Φλωρού, υπείκων εις συγγενικάς επιρροάς,
την παρέβλεψε κ' ενυμφεύθη την Ζωίτσαν. Όταν αύτη μετά τινα
χρόνον επνίγη εντός της καρούτας του μούστου, τότε ο Γιάννης
ενθυμήθη την παλαιάν αγάπην του. Η Φλωρού, αν και απόχηρον,
τον ηθέλησε, κ' έγεινεν ο δεύτερος γάμος. Αύτη υπήρξεν η
κυρίως μητρυιά του Στάμου, ήτις είχε δείξει φιλοστοργίαν τινά
προς τον πρόγονόν της κατά τον βραχύν χρόνον ον επέζησε.
Χαρακτηριστικόν είνε ότι, πριν αποφασίση αύτη να λάβη τον
δεύτερον σύζυγον, τον οποίον έλαβε μετά τον εν θαλάσση
θάνατον του Γιάννη Καβούλη, οι συγγενείς της εξ ονόματος
αυτής είχον ζητήσει αυτόν εκείνον τον Νίκον, τον πουργοτζήν,
τον παλαιόν εραστήν της, μένοντα άγαμον. Αλλ' ούτος ενώ εις
μάτην την είχε ζητήσει άλλοτε, τώρα ηρνήθη. Όλοι οι φίλοι και
οικείοι του δεν ημπόρεσαν τότε να εννοήσουν την αποποίησιν
αυτήν του Νίκου. Αλλ' ο άνθρωπος, καθώς φαίνεται εκ των
ύστερον γνωσθέντων, ίσως είχεν έγκλημα εις την συνείδησίν
του. Ευθύς ύστερον εξενιτεύθη, και αφού έμεινεν επ' ολίγον
καιρόν εις τους αρσανάδες του Αγίου Όρους, εργαζόμενος ως
μαραγκός, απήλθεν εις μίαν παραθαλάσσιον πόλιν της Θράκης,
όπου αποκατεστάθη.
Ιδού τώρα, καθώς εβεβαίωσεν η αδελφή του, οποίον υπήρξε το
έγκλημα του Νίκου Μπελκαρή. Ούτος δεν ήτο επιτήδειος
πουργοτζής εις μάτην. Έπνεεν εκδίκησιν κατά του Καβούλη,
όστις του είχε ομιλήση υβριστικώς υπό τα παράθυρα της
Φλωρούς, και ύστερον, μετά καιρόν, του επήρε την αγάπην του,
και μάλιστα εις δεύτερον γάμον· ενώ αυτόν, όταν την εζήτησε,
δεν τον είχε θελήσει εκείνη, και μετά τον γάμον του
αντεραστού με άλλην.
Ολίγον καιρόν ύστερον από τον δεύτερον γάμον του, η γολέττα
του Καβούλη, είχεν αρχίσει να φορτώνη κρασιά της χρονιάς.
Βαθειά την νύκτα, ενώ ο νεαρός μούτσος εκοιμάτο εις τον
θαλαμίσκον κάτω, ο Νίκος ο Μπελκαρής, ελαφρά-ελαφρά, ως να
επάτει «βαμβακάκια», καθώς λέγουν αι γυναίκες του τόπου,
ετόλμησε να εισέλθη εις την γολέτταν, φέρων δύο μεγάλα
τρύπανα ή τριβέλια περιτυλιγμένα εις λεπτότατον τουλοπάνι.
Κατέβη κάτω εις το αμπάρι, ήναψεν έν κλεπτοφάναρον το οποίον
είχεν εις τον κόλπον του, παρεμέρισεν ολίγους ασκούς γεμάτους
οίνον σιμά εις τα πλευρά του σκάφους, ήνοιξεν οκτώ ή δέκα
τρύπες δεξιά και αριστερά εις τα μαδέρια του πλοίου. Τας
τρύπας ταύτας κατεσκεύασε με την τέχνην την οποίαν αυτός
εγνώριζεν, ουδέ θα συγκατένευε ποτέ να την διδάξη εις άλλον.
Είχε διατρυπήσει όλον σχεδόν το πάχος των σανίδων, αλλ' εις
την αιχμήν του τρυπάνου, προς τα έξω, άφησεν ατρύπητον λεπτόν
φλοιόν, τον οποίον διέθεσε κατά τινα τρόπον, και υπελόγιζεν
ότι εις τόσας ακριβώς ημέρας ή ώρας, έμελλε να τον διαπεράση
το ακάματον μονότονον κύμα, το οποίον θα έπληττε τα πλευρά
του σκάφους. Είχε πληροφορίας ότι η μικρά σκούνα, μέλλουσα να
συμπληρώση το φορτίον την ερχομένην ημέραν, θα απέπλεε την
μεθαύριον· αλλά και αν τυχόν ένεκα περιστάσεων ανεβάλλετο ο
απόπλους, ο &μάστορης& ήτο βέβαιος ότι ο λεπτός φλοιός εις
τον πυθμένα των ωπών, ενόσω το πλοίον έμενεν αραγμένον εις
τον λιμένα, θα αντείχεν εις την μαλακήν προστριβήν του
κύματος· αλλ' άμα το σκάφος θα επελαγώνενο, η δύναμις της
προστριβής θα ήτο πολλαπλασία, και τότε, μετά τινας ώρας, θα
επήρχετο η διάτρησις τον φλοιού και η εισροή των υδάτων εις
το κύτος.
Επανέφερεν εις την θέσιν των τους ασκούς του οίνου, όσους
είχε χρειασθή να παραμερίση, τους ετοποθέτησε λίαν επιδεξίως
άλλους επ' άλλων, διά να κρύψουν καλώς τας οπάς εις τα κάτω,
δεν ελησμόνησε να σκουπίση και να κάμη άφαντα τα πριονίδια ή
τα μικρά ψήγματα του ξύλου, εμάζωξε τα τριβέλια του, έσβυσε
το κλεπτοφάναρον, και πατών και πάλιν ελαφρά, ανυπόδητος,
επανήλθεν εις το μικρόν φελουκάκι του, το οποίον είχε δέσει
εις το πορτέλλο της γολέττας, και απήλθε να κοιμηθή . . . Τις
οίδεν αν έκαμε και τον σταυρόν του πριν πλαγιάση.
Εν τοσούτω, η αδελφή του διηγείτο, ότι ο κακοποιός είχε
μεταμεληθή μέχρι της πρωίας και τον έτυπτε μεν η συνείδησις,
αλλά και εφοβείτο μη φωραθή, όθεν επερίμενε την άλλην νύκτα.
Εμελέτα να υπάγη πάλιν βαθειά τα μεσάνυκτα, διά να ματαιώση
το καταχθόνιον έργον. Είξευρε να φράξη καλώς τας οπάς όπως
είξευρε να τας ανοίξη· τούτο θα κατώρθωνε διά συμπαγούς τινος
μάζης εκ πίσσης και ξύλου. Πλην, φευ! το φόρτωμα της σκούνας
είχε συμπληρωθή έως τ' απόγευμα, κ' επειδή εφύσσα καλός
άνεμος, ο πρώτος Βορράς όστις ήρχισε τον Νοέμβριον να πνέη, ο
Καβούλης, μη θέλων να χάση τον καλόν καιρόν, απεφάσισε κ'
έκαμε πανιά, εκτάκτως όλως προ του μεσονυκτίου, και με τον
απόγειον του βουνού. Τότε ο Νίκος εθεώρησε το πράγμα ως
σημείον, και είπεν ότι, όχι αυτός, αλλ' ο δίκαιος Θεός είχε
καταδικάσει την γολέτταν και τον καραβοκύρην της· ο Θεός ας
έκαμνεν έλεος!
Μετά τρεις ημέρας ήλθεν είδησις ότι η γολέττα εχάθη. Όλοι οι
θαλασσινοί του τόπου ηπόρησαν με την «ατζαμωσύνην» του
Καβούλη — αγκαλά αυτός ήτο κτηματίας και οινέμπορος, δεν ήτο
ναύτης. Διότι μεγάλη τρικυμία δεν έγεινε, πλην αυτός θα
έπεσεν ως στραβός επάνω εις καμίαν ξέραν . . .
Μεταξύ ουρανού και πελάγους άγνωστον μυστήριον εδραματουργήθη
την νύκτα εκείνην. Κανείς δεν είξευρε τι είχε συμβή. Η
εκδίκησις του &πουργοτζή& σκληρώς συνετελέσθη.
Και πάλιν πλούσιαι σπονδαί, όχι πλέον εις την αυλήν και εις
τον δρόμον, αλλ' εις την θάλασσαν αυτήν την φοράν. Ο Βάκχος
εφιλοτιμήθη να δωρήση χιλίους ασκούς οίνου εις τον Ποσειδώνα.
Και έως την αυγήν εφάνησαν μεθυσμένοι όλοι οι Τρίτωνες, και
αι Γοργόνες ελαφρά ζαλισμέναι, πλέουσαι μαλακά εις το κύμα,
κ' αι Σειρήνες ετόνισαν φαιδρόν παροίνιον άσμα διά τους
θεούς, το οποίον ήτο θρήνος και πικρά ειρωνεία διά τους
θνητούς ανθρώπους και την μοίραν των . . .
Εκ τοιούτων ωρμάτο ο μοναχογυιός ο πεντάρφανος, του οποίου το
περί γάμου ζήτημα είχε δώσει αφορμήν να ρηθή υπό του ιατρού
Βιλδ το αφελές εκείνο απόφθεγμα:
— Άντρωπο να τρώη άλλο άντρωπο.
Αφού ο χειρουργός επέδεσε το αιμάσσον τραύμα οι αρραβώνες του
Στάμου ανεβλήθησαν, διότι δεν θα ήτο δυνατόν πλέον να
παρευρεθώσιν αι δύο θείαι του, η μία με μισό φρύδι φαγωμένον
κ' εστραμμένον, η άλλη με οδόντας παραπολύ οξείς. Τέλος,
ύστερον από ολίγας εβδομάδας, η πρώτη έμεινε με μίαν εις τα
κάτω του μετώπου βαθείαν ουλήν, η δευτέρα δεν ειξεύρω αν
ερρίνισε τους οδόντας της, αλλ' εζήτησε υποκριτικήν
συγχώρησιν, και πρόσκαιρος λυκοφιλία επήλθεν. Ο νέος εζήτησεν
ως χάριν από την θείαν του την αδιάλλακτον να συγκατατεθή εις
τον γάμον, τον οποίον είχε προξενεύσει η άλλη. Ο γάμος
έγεινε.
Μετά είκοσιν έτη ακόμη ευρίσκομεν τον Στάμον χηρευμένον από
την πρώτην σύζυγον, εισελθόντα εις δεύτερον γάμον. Έκαμε και
από τας δύο πολλά τέκνα, με πλεονασμόν των κορασίων, ως
συνήθως. Αι υποθέσεις δεν επήγαν καλά· όλοι οι &κάπηλοι& και
οι μικρέμποροι του τόπου ήσαν φοβεροί τοκογλύφοι. Ο Θεός,
όστις έκαμε τας αράχνας διά να συλλαμβάνουν τας μυίας,
παρεχώρησε να υπάρχουν οι τοκογλύφοι διά να τιμωρούνται οι
μέθυσοι και οι οκνηροί.
Ο Στάμος είχεν υποθηκεύσει &το βιος του&, διά το οποίον
εκαυχάτο άλλοτε· επώλησε μέρος των κτημάτων. Εγήρασε προ του
45 έτους, έγεινε φαλακρός. Εκάπνιζε ναργιλέ κατ' οίκον, έπινε
ρώμι και πολύ κρασί, και εις πάσαν υπόθεσιν την οποίαν
διεπραγματεύετο, είτε περί υποθηκεύσεως επρόκειτο, είτε περί
πωλήσεως αγρού, — αλλά συχνά και εις απλάς ομιλίας με φίλους
— δεν έπαυε να επαναλαμβάνη την επωδόν του·
Ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς
κατοικίας ανθρώπων, εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς
καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, προς μίαν
παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα επόμενον ήτο
να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων,
σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα,
αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι
ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εις τον επάνω κόσμον — εκεί
ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Δεν
υπήρχε πλέον οικία ορθή, δεν υπήρχε στέγη και άσυλον εις όλον
το οροπέδιον εκείνο, παρά την απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός
ναΐσκος υπήρχε και εις το προαύλιον του ναΐσκου ο Φραγκούλης
Κ. Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον, καλύβην μάλλον ή
οικίαν, λαβών την ξυλείαν, όσην ηδυνήθη να εύρη, καί τινας
λίθους από τα τόσα τριγύρω ερείπια, διά να στεγάζεται
προχείρως εκεί και καπνίζη ακατακρίτως το τσιμπούκι του, με
τον ηλέκτρινον μαμόν, έξω του ναού, ο φιλέρημος γέρων.
Ο ναΐσκος ήτο ιδιόκτητος· πράγμα σπάνιον εις τον τόπον,
λείψανον παλαιού θεσμού· ήτον κτήμα αυτού του γέροντος
Φραγκούλα. Ο αξιότιμος πρεσβύτης, φέρων όλα τα εξωτερικά
γνωρίσματα προεστού, ωραίον φέσι του Τουνεζίου, επανωβράκι
τσόχινον, με ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακράν τσιμπούκαν με
ηλέκτρινον μαμόν, και κρατών με την αριστερόν ηλέκτρινον
μακρόν κομβολόγιον, δεν ήτο και πολύ γέρων, ως πενηνταπέντε
χρόνων άνθρωπος. Κατήγετο από την αρχαιοτέραν και πλέον
γνησίως αυτόχθονα οικογένειαν του τόπου. Ήτον εκ νεαράς
ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός την μέσην, μελαγχροινός, με
αδρούς χαρακτήρας του προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς
μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χονδρά χείλη προέχοντα. Ηγάπα πολύ τα
μουσικά τα τε εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με
την χονδρήν, αλλά παθητικήν φωνήν του, ψάλτης και
τραγουδιστής εις τον καιρόν του μέχρι γήρατος.
Την Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην, την είχε
νυμφευθή από έρωτα. Ήδη είχε συζήσει μαζί της υπέρ τα είκοσι
πέντε έτη, και είχεν αποκτήσει τέσσαρας υιούς και τρεις
θυγατέρας. Αλλά τώρα, εις τον ουδόν του γήρατος, δεν συνέζη
πλέον μαζί της.
Είχε χωρίσει άπαξ ήδη, αφού εγεννήθησαν τα τέσσαρα πρώτα
παιδία, δύο υιοί και δύο θυγατέρες· ο πρώτος ούτος χωρισμός
διήρκεσεν επί τινας μήνας. Είτα επήλθε συνδιαλλαγή και
συμβίωσις πάλιν. Τότε εγεννήθησαν άλλα δύο τέκνα, υιός και
θυγάτριον. Είτα επήλθε δεύτερος χωρισμός, υπέρ το έτος
διαρκέσας. Μετά τον χωρισμόν δευτέρα συνδιαλλαγή. Τότε
εγεννήθη ο τελευταίος υιός. Ακολούθως επήλθε μακρός χωρισμός
μεταξύ των συζύγων. Ο τελευταίος ούτος χωρισμός, μετά πολλάς
αγόνους αποπείρας συνδιαλλαγής, διήρκει ήδη από τριών ετών
και ημίσεος. Δεν ήτο πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα. Η
Σινιώρα ήτον υπερτεσσαρακοντούτις ήδη.
Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186 . . .
εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον,
έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το
τσιμπούκι του κ' ερρέμβαζεν. Ο καπνός από τον λουλάν
ανέθρωσκε και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν, και
οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους
κύκλους του καπνού και να χάνωνται μετ' αυτών εις το αχανές,
το άπειρον. Τι εσκέπτετο;
Βεβαίως την σύζυγόν του, με την οποίαν ήσαν εις διάστασιν,
και τα τέκνα του, τα οποία σπανίως έβλεπεν. Εσχάτως του είχον
παρουσιασθή, πρώτην φοράν εις την ζωήν του, και οικονομικαί
στενοχωρίαι. Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε
παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, και χωράφια αμέτρητα.
Μόνον από τον αντίσπορον των χωραφίων ημπορούσε να μην
αγοράζη ψωμί δι' όλου του έτους αυτός και η οικογένειά του.
Οι δε ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν, έδιδον αρκετόν εισόδημα.
Αλλ' επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τα έξοδα «τον
έτρωγαν!». Είτα αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και
αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα
ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί,
θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών
δανείων. Δεν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρά κάμπη αρκεί διά να
καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις ένα τοκογλύφον
του τόπου.
Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι «φερτοί», απ' έξω, και όταν
κατέφυγον εις τον τόπον, εν ώρα συμφοράς και ανεμοζάλης, κατά
την Μεγάλην Επανάστασην, ή κατά τα άλλα κινήματα τα προ
αυτής, αρχομένης της εκατονταετηρίδος, κανείς δεν έδωκε
προσοχήν και σημασίαν εις αυτούς.
Αλλ' επειδή οι εντόπιοι είχαν αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τα
κτήματα, ούτοι, οι επήλυδες, ως πράττουσιν όλοι οι φύσει και
θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην την σημασίαν και την προσοχήν των
εις τα χρήματα. Ήνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία, κ' εμπορεύοντο
κ' εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν ώρα, όπως και τώρα και πάντοτε
συμβαίνει, οπότε οι εντόπιοι έλαβον ανάγκην των χρημάτων, και
τότε ήρχισαν να υποθηκεύουν τα κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία
γενεά, ή μία και ημίσεια, και τα χρήματα επέστρεψαν εις τους
δανειστάς συμπαραλαβόντα μεθ' εαυτών και τα κτήματα.
Έως τότε δεν είχε συλλογισθή τοιαύτα πράγματα ο Φραγκούλης
Φραγκούλας, ούτε τον έμελε ποτέ του περί χρημάτων. Αλλ' επ'
εσχάτων είχε λάβει ανάγκην και δευτέρου και τρίτου δανείου,
και οι δανεισται προθύμως του έδιδαν, αλλ' απήτουν να τους
καθιστά υπέγγυα τα καλλίτερα κτήματα, εκ των οποίων έκαστον
είχε, κατ' αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν του ποσού του
δανειζομένου. . . Πλην φευ! αυτός δεν ήτον ο μόνος καϋμός του
. .
Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δεν εφόρει πλέον το ωραίον του μαύρον
φέσι, το τουνεζιάνικον· έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί
της κεφαλής. Αλλ' ευρίσκετο σήμερον εις την εξοχήν. Εάν τον
συνηντώμεν την προτεραίαν εις την αγοράν, κάτω εις την
πολίχνην, θα εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον το φέσι του . .
Είχε πρόσφατον πένθος.
— Αχ! Τώχασα το καϋμένο μ', το ευάγωγο, τώχασα!
Ο γέρο-Φραγκούλης εστέναζε, και είχε δίκαιον να στενάζη· Το
καλλίτερον κοράσιόν του, το τρίτον, το μικρότερον,
δεκατετραετές μόλις την ηλικίαν — το οποίον είχε γεννηθή κατά
τι διάλειμμα έρωτος, μεταξύ δύο χωρισμών — του είχεν αποθάνει
προ ολίγων μηνών . . .
Και αυτός ήλθεν εις την Παναγίαν διά να κλαύση και να πη τον
πόνον του. Ήτον κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας.
Το εκκλησίδιον ήτον ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον, και
είχε καλάς εικόνας — και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν
Παναγίαν την Πρέκλαν — σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον,
πολυέλεον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδύλια αργυρά. Έφερε
πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του την βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα
της δρυίνης θύρας της στερεάς, και δεν έλειπε συχνά να
επισκέπτεται την Παναγίαν του. Ιερόσυλος ευτυχώς κανείς ακόμη
δεν είχεν αναφανή εις τα μέρη αυτά.
Ήτο η προπαραμονή της εορτής, ότε θα ετελείτο πανήγυρις εις
τον ναΐσκον, τιμώμενον επ' ονόματι της Κοιμήσεως. Θα ήρχοντο
από τον τόπον πολλαί οικογένειαι και άτομα, δωδεκάδες τινές
προσκυνητών και πανηγυριστών και ο Παππανικόλας ο συμπέθερός
του. Εις τον Παππανικόλαν έδιδεν ο Φραγκούλης διά τον κόπον
του έν τάλληρον, περιπλέον δε εισέπραττεν ο παππάς διά
λογαριασμόν του τας δεκάρας, όσας έδιδαν αι γυναίκες «διά να
γράψουν τα ονόματα» ή τα «ψυχοχάρτια». Όλα τ' άλλα,
προσφοράς, αρτοκλασίαν, πώλησιν κηρίων, κ.τ.λ. τα εισέπραττεν
ο Φραγκούλης ως εισόδημα ιδικόν του . . .
Και τώρα τους επερίμενε να έλθουν πάλιν . . . . και
ανελογίζετο πως άλλοτε, όταν ήτο νέος ακόμη, μετά τον πρώτον
χωρισμόν από την γυναίκα του, η πανήγυρις αύτη της Παναγίας
της Κοιμήσεως έγινεν αφορμή διά να επέλθη συνδιαλλαγή μετά
της γυναικός του. Κατόπιν της συνδιαλλαγής εκείνης εγεννήθη ο
τρίτος υιός, και το Κουμπώ, το θυγάτριον το οποίον εθρήνει
τώρα ο γερο-Φραγκούλης.
— Τώχασα, το καϋμένο μου, το ευάγωγο, τώχασα! . . .
Ω δεν ελυπείτο τώρα τόσον πολύ τον από της γυναικός του
χωρισμόν — την οποίαν άλλως τρυφερώς ηγάπα — , όσον εθρήνει
την σκληράν απώλειαν εκείνην της κορασίδος, την οποίαν εις
τον άλλον κόσμον ήλπιζε μόνον να επανεύρη . . . Και
κατενύσσετο πολύ η καρδία του κ' εθλίβετο . . . Και
ανελογίσθη ότι το πάλαι εδώ οι χριστιανοί, όσοι ήσαν ως αυτός
τεθλιμμένοι, εις τον ναΐσκον αυτόν της Παναγίας της Πρέκλας
ήρχοντο τας ημέρας αυτάς, να εύρωσι διά της εγκρατείας και
της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχήν και παραμυθίαν .
. Τον παλαιόν καιρόν, προ του εικοσιένα, όταν το σήμερον
έρημον και κατηρειπωμένον χωρίον εκατοικείτο ακόμη, όλοι οι
κάτοικοι, και των δύο ενοριών, ήρχοντο εις τον ναόν της
Πρέκλας, όστις ήτο απλούν παρεκκλήσιον, ν' ακούσωσι τας
ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ' όλον το Δεκαπενταύγουστον . . .
Άφησεν εις την άκρην το τσιμπούκι, το οποίον είχε σβύσει ήδη
ανεπαισθήτως, εν μέσω της αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του
καπνιστού, και ακουσίως ήρχισε να υποψάλλη.
Έλεγε τον Μέγαν Παρακλητικόν Κανόνα τον εις την Παναγίαν,
όπου διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής
και την σειράν όλην των κατανυκτικών ύμνων, όπου είς βασιλεύς
Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους
και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την
Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς όσους
υπέφερεν από τα στήφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει «νέφη».
Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από
στήθους, ύψωσεν ακουσίως την φωνήν, και ήρχισε να μέλπη το
αθάνατον εκείνο:
«Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε,
Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα.
Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».
. . Και είτα προσέτι, παρεκάλει διά του άσματος την
Παναγίαν, να είνε μεσίτρια προς τον Θεόν, «μη μου ελέγξη τας
πράξεις, ενώπιον των Αγγέλων . . . » Ω, αυτό είχε την δύναμιν
και το προνόμιον να κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίωσι τον
παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα
εκ συναισθήσεως . . .
Ο γερο-Φραγκούλης, επίστευε και έκλαιεν . . . Ω, ναι, ήτον
άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει.....Ηγάπα
την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει
ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν.
Τον καιρόν εκείνον είχεν αγαπήσει εξ όλης καρδίας την
Σινιωρίτισάν του . . . και την ηγάπα ακόμη. Αλλ' όσον
τρυφερός ήτον εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα,
και τόσον γοργός εις την οργήν. Ω ατέλειαι των ανθρώπων!
Τώρα, εις τους τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμα και
την οικονομικήν στενοχωρίαν, το παράπονον της ξεπεσμένης
αρχοντιάς, τας πιέσεις και τας απειλάς των τοκογλύφων. «Το
διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι!». Επί τέσσαρας εαυτούς
ήτον αφορία, αι ελαίαι δεν εκαρποφόρησαν· ο καρπός είχε
προσβληθή από άγνωστον ασθένειαν, διά τας αμαρτίας των
ιδιοκτητών. Είχαν κιτρινίσει και μαυρίσει αι ελαίαι, και ήσαν
γεμάται από βούλες, και είχαν πέσει άκαιρα. Τόσα
«υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιος», αγύριστα κτήματα,
σχεδόν τσιφλίκια, ηπειλούντο να περιέλθωσιν εις χείρας των
τοκογλύφων. Εγέννα ή όχι η γη, εκαρποφόρουν ή όχι τα δένδρα,
ο τόκος δεν έπαυε. Τα κεφάλια «έτικτον» Έπαυσε να τίκτη η
γόνιμος (όπως λέγει ο Άγιος Βασίλειος), αφού τα άγονα ήρχισαν
κ' εξηκολούθουν να τίκτουν . . .
Ανελογίζετο αυτά, κ' έκλαιεν η ψυχή του. Δεν ήλπιζε πλέον,
ούτε ηύχετο σχεδόν, να ήρχετο η Σινιωρίτσα αύριον εις την
πανήγυριν, όπως ήρχετο τακτικά κάθε χρόνον, άλλοτε, όταν ήσαν
«μονιασμένοι», — όπως είχεν έλθει και άπαξ, εις καιρόν όπου
ευρίσκοντο χωρισμένοι, προ δεκαπέντε ετών . . . Τώρα μόνον η
ψυχή της Κούμπως, της αθώας μικράς παρθένου, είθε να
παρίστατο αοράτως εις την πανήγυριν αγαλλομένη.
Ω! άλλοτε, προ δεκαπέντε ετών, πριν γεννηθή ακόμη η Κούμπω —
ναι, η Παναγία είχε δωρήσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον
Φραγκούλην και την Σινιώραν, και η Παναγία πάλιν το είχε
δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της, πριν μολυνθή εκ της
επαφής των ματαίων του κόσμου . . . Τον καιρόν εκείνον, είχε
συμβή ο πρώτος χωρισμός, το πρώτον πείσμα, το πρώτον κάκιωμα
μεταξύ των συζύγων. Και ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος,
δριμύς, είχεν αναβή, όπως τώρα, από την πολίχνην την
κατοικημένην εις το παλαιόν χωρίον το έρημον, του οποίου
εσώζοντο τότε ακόμη ολίγισται οικίαι, και δεν ήτο ερείπιον
όλον, όπως σήμερον. Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις
ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας,
εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου, κ' εκάπνιζε το μακρόν
τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του
ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον . . . Και
τότε ο Φραγκούλης ήτον σαράντα χρόνων, και τώρα ήτο
πενηνταπέντε. Τότε έτρεφε πείσμα και χολήν, αλλ' είχε πολύ
περισσότερον και βαθύτερον συζυγικόν έρωτα, και μόνον νύξιν
ήθελεν· ήτον έτοιμος να συγχωρήση και ν' αγαπήση . . . Αλλά
τώρα δεν είχε πλέον ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργήν· ηγάπα την
Σινιώραν, την επόνει, αλλ' έκλαιε πολύ περισσότερον διά το
θυγάτριόν τον, το Κουμπιώ, «το καϋμένο το ευάγωγο!».
Εκείνην την φοράν, ο παππα-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονήν,
ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά την πανήγυριν,
εστάθη πλησίον της θύρας του ναού, παρά την γωνίαν, και του
είπε μυστηριωδώς·
— Θα σου έλθη τ' ασκέρι . . . Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα,
χωρίς πείσματα . . .
Ο παππάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του
Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ
των τεσσάρων; — καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο
να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την
μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή.
— Θάρθη μαζί κ' η μάνα τους;
— Βέβαια . . . πιστεύω, είπεν ο παππάς.
Τω όντι, όταν εβράδυασε καλά και ήρχισε να σκοτεινιάζη, η
κυρά Σινιώρα ήλθε, μαζύ με την γραίαν μητέρα της και με τα
τέσσαρα παιδιά της, εν συνοδεία και άλλων προσκυνητριών,
γειτονισσών ή συγγενών της. Από πολλών μηνών δεν είχεν ιδεί
τον σύζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά — εις ευτελές
δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, το οποίον ωνόμαζε «το κελλί
του», και έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω
νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της
εκκλησίας, κ' έκαμνε πως έβλεπεν αλλού και πως επρόσεχεν είς
τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξύ δύο ή τριών
χωρικών.
Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε
κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν.
Επλησίασε συνεσταλμένη κ' εχαιρέτησε τον σύζυγόν της. Ούτος
έτεινε προς αυτήν την χείρα, και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα
του.
Ήδη ενύκτωνε, και εψάλη ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως μετά το
λιτόν σαρακοστιανόν, το οποίον έφαγον καθ' ομάδας καθίσαντες
οι διάφοροι προσκυνηταί εδώ κ' εκεί επί των χόρτων και των
ερειπίων, ο Φραγκούλης ητοίμασεν ιδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον
πρόχειρον κατά μίμησιν εκείνων τα οποία συνηθίζονται εις τα
μοναστήρια, και φέρων τρεις γύρους περί τον ναόν, το έκρουσε
μόνος του, πρώτον εις τροχαϊκόν ρυθμόν: «τον Αδάμ, Αδάμ,
Αδάμ!», είτα εις ιαμβικόν: «το τάλαντον, το τάλαντον!»
Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή έξ άλλου
μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του
ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά,
αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον
κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ύστερον από
πολλάς φωνάς, μαλώματα και επιπλήξεις του Φραγκούλα, του
μπάρμπα-Δημητρού του ψάλτου, και του Παναγιώτου της
Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, όστις δεν εκουράζετο να τρέχη
εις όλα τα εξωκκλήσια και να κάμνη «κουμάντο», έως ου επί
τέλους η δημαρχία ηναγκάσθη να τον αναγνωρίση ως ισόβιον
επίτροπον όλων των εξοχικών ναών), τα παιδία μόλις έπαυσαν
οψέποτε να κρούουν τον κώδωνα, κ' εξεκόλλησαν τέλος από την
στέγην του ναΐσκου. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και
ήρχισεν η ακολουθία της Αγρυπνίας.
Ο Φραγκούλας ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην την εσπέραν, ώστε
από του «Ελέησόν με ο Θεός», της αρχής του Αποδείπνου, μέχρι
του «Είη το όνομα», εις το τέλος της λειτουργίας — όπου η
παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματος — όλα τα
έψαλλε και τα απήγγειλε μόνος του, από του δεξιού χορού,
μόλις επιτρέπων εις τον κυρ-Δημητρόν τον κάτοχον του
αριστερού χορού να λέγη κι' αυτός από κανένα τροπαράκι, διά
να ξενυστάξη. Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ
ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ-Δημητρός, «δεν εύρισκεν
εύκολα τον ήχον», ήτοι δεν ηδύνατο να μεταβή αβιάστως και
άνευ χασμωδίας από ήχου εις ήχον. Εις το τέλος του Εσπερινού,
μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη
ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον. Έψαλε
Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον
το «Πεποικιλμένη» έως το «Συνέστειλε χορός», και όλον το
«Ανοίξω το στόμα μου», έως το «Δέχου παρ' ημών». Είτα έψαλεν
Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας και Μετάληψιν, προς χάριν
όλων των ητοιμασμένων διά την Θείαν Κοινωνίαν, και εις την
Λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το
Χερουβικόν, το «Αι γενεαί πάσαι», το Κοινωνικόν κτλ. κτλ.
Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήτον χθες, ο γέρο-
Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη
και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την
Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς
εικόνος εις το ύπαιθρον. Επειδή αι γυναίκες είχαν κολλήσει
πολλά και χονδρά κηρία, τα πλείστα έργα αυτών των ιδίων
χειρομάλλακτα, τα δε κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας και
περιπλοκάδας από τον Παναγιώτην της Αντωνίνας, τον πρόθυμον
εις την υπηρεσίαν της ιεράς πανηγύρεως, είχαν λαμπαδιάσει·
εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε να πάρη φωτιάν το φελόνι του
παππά, είτα και το γένειόν του. Τότε ο Παναγιώτης της
Αντωνίτσας, μη ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τας
ογκώδεις δέσμας των φλεγόντων κηρίων, τας έφερε κάτω εις το
έδαφος, κ' επάτει δυνατά με τα τσαρούχια του, διά να τα
σβύση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον να μην πατή τα
κηρία, γιατί είνε κρίμα.
Τότε είς των παρεστώτων, υιός πλουσίου του τόπου, από
εκείνους οίτινες εις το ύστερον κατέστησαν δανεισταί του
Φραγκούλα — και όστις έλέγετο ότι εις τας εκλογάς εμελέτα να
βάλη κάλπην ως υποψήφιος δήμαρχος — , ηκούσθη να λέγη ότι
πρέπει να μάθουν να κάμνουν «οικονομία, οικονομία στα κηρία!
. . η νύχτα μεγαλώνει . . . ισημερία τώρα κοντεύει . . .
έχει νύκτα . . . »
Αλλ' αι γυναίκες, ενώ είξευραν καλλίτερα από εκείνον όλας τας
οικονομίας του κόσμου, δεν εννοούσαν τι θα πη «οικονομία στα
κηρία», αφού άπαξ είνε αγορασμένα και πληρωμένα και είνε
μελετημένα και ταμένα εξ άπαντος να καούν διά την χάριν της
Παναγίας. Μία απ' αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι'
ένα θαύμα, το οποίον είχεν ακούσει από το συναξάρι του Αγίου
Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις την Σαλονίκην, επέπληξεν
αυστηρώς τον νεωκόρον, έχοντα την μανίαν να σβύνη μισοκαμμένα
τα κηρία — και η γερόντισσα ήρχισε να το διηγήται χθαμαλή τη
φωνή εις την πλησίον της: «Αδελφέ Ονήσιμε, άφες να καούν τα
κηρία όσα προσφέρουν οι Χριστιανοί, και μη αμαρτάνης . . . ».
Την ιδίαν ώραν συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απήγγελλε τας
μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτων και τα ονόματα όλα
ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχον υπαγορεύσει αφ' εσπέρας
αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το
τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με την χονδρήν φωνήν του, και με
όλον το πάθος της ψαλτικής του. Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός,
όστις εφαίνετο να είχε πειραχθή ολίγον, ίσως διότι ο
Φραγκούλας εν τη ψαλτομανία του δεν του επέτρεπε να 'πη κ'
εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι, άμα ήρχιζεν ο Δημητρός το
δικό του, ο Φραγκούλας, με την γερήν κεφαλικήν φωνήν του,
εκθύμως συνέψαλλε, του ήρπαζε την πρωτοφωνίαν, και υπέτασσε
κ' εκάλυπτε την ασθενή και τερετίζουσαν φωνήν εκείνου), έλαβε
το θάρρος να του κάμη παρατήρησιν.
— Πειο σιγά, πειο ταπεινά, κυρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα να το
λες το Κύριε ελέησον, γιατί δεν ακούονται τα ονόματα, και
θέλουν η γυναίκες να τ' ακούνε.
Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν να
λέγωνται εκφώνως τα ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τον παππάν
να γράψη. Εννοούσαν να τ' ακούη κι' ο Θεός, κ' η Παναγία, κ'
όλος ο κόσμος. Η καθεμία ήθελε ν' ακούση «τα δικά της τα
ονόματα», και να τ' αναγνωρίση, καθώς απηγγέλλοντο αραδιαστά.
Άλλως θα είχαν παράπονα κατά του παππά, κι' ο παππάς αν ήθελε
να φάγη κι' άλλοτε, εις το μέλλον, προσφορές, ώφειλε να τα
έχη καλά με της ενορίτισσαις.
Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος του Φραγκούλα, ούσα τότε
δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθώς έστεκε πλησίον
εις τον πατέρα της, εψήλωσεν ολίγον διά να φθάση εις το ους
του, και του λέγει κρυφά·
— Πατέρα, άφησε και τον μπάρμπα-Δημητρό να ψάλλη «Κύριε
Ελέησον!»
Τούτο ήτο ως έμπνευσις και βοήθημα διά τον Φραγκούλην. Επειδή
ούτος δεν ήθελε φανερά να υπακούση εις την σχεδόν αυθάδη
παραίνεσιν του Δημητρού, και πάλιν δεν ήθελε να δείξη ότι
εθύμωσεν, εστράφη προς τον καλόν γέροντα και του λέγει·
— Πε, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».
Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις αν και είχε γηράσει, δεν είχε
μάθει ακόμη καλά τα τυπικά, και δεν είξευρεν ακριβώς πότε
κατά την Λιτήν το Κύριον ελέησον λέγεται τρις και πότε
τεσσαρακοντάκις, ήρχισε πράγματι να το ψάλλη σαράντα φορές,
ώστε ο παπάς εβιάσθη ν' απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα
τελευταία ονόματα, και, διά να είνε σύμφωνος με τον ψάλτην,
ήρχισε προ της ώρας να λέγη: « . . . υπέρ του διαφυλαχθήναι,
από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας»
και τα εξής.
Τέλος, μετά την λειτουργίαν ο παππάς, ο Φραγκούλας και η
οικογένειά του και ολίγοι φίλοι εκάθισαν κ' έφαγαν ομού και
ηυφράνθησαν, και την εσπέραν ο Φραγκούλας επανήρχετο,
ειρηνικώς και με αγάπην, μετά της συζύγου και των τέκνων του
υπό την οικιακήν στέγην.
Πριν παρέλθη έτος εγεννήθη η Κούμπω. Η κόρη αύτη, πλάσμα
χαριτωμένον και συμπαθές, ανετρέφετο και ηλικιούτο, εγένετο
το χάρμα και η παρηγορία του πατρός της. Δεν είχε μόνον
νοημοσύνην πρώιμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί
χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης.
Ύστερον, μετά χρόνους, όταν επήλθεν ο δεύτερος χωρισμός, η
Κούμπω, οκταέτις τότε, έτρεχε πλησίον του πατρός της, εις το
«κελλί του», όπου κατώκει εις την ανωφερή εσχατιάν της
πολίχνης, και την εγέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητας.
Αυτή μόνον εδέχετο προθύμως τους πατρικούς χαλινούς, ενώ τα
άλλα τέκνα δεν ήρχοντο ποτέ πλησίον του πατρός των, και διά
τούτο εκείνος την ωνόμαζε «το ευάγωγο». Καθημερινώς έτρεχε να
τον εύρη, και δεν έπαυε να τον παρακαλή·
— Έλα, πατέρα, στο σπίτι· μη μας αφήσης, λέγ' η μητέρα,
ζωνταρφανά.
Μίαν των ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, και πνευστιώσα του
είπε:
— Τάμαθες, πατέρα; . . . Θα παντρέψουμε τ' Αργυρώ μας. . .
Έλα στο σπίτι, γιατί δεν είνε πρέπον, λέγει η μητέρα, να
είσθε χωρισμένοι εσείς, που θα παντρευτή τ' Αργυρώ μας . . .
για να μην κακιώση ο γαμπρός! . . .
Τω όντι ο Φραγκούλας επείσθη κ' εφιλιώθη με την σύζυγόν του.
Ηρραβώνισαν την Αργυρώ, είτα μετ' ολίγους μήνας την
εστεφάνωσαν . . . Είτα πάλιν επήλθε τρίτος χωρισμός μεταξύ
του παλαιού ανδρογύνου, και μ' ένα γεροντόπαιδον μαζί, το
οποίον ήλθεν εις τον κόσμον σχεδόν συγχρόνως με τον γάμον της
πρωτοτόκου.
Τότε η Κούμπω, ήτις είχε γείνει δεκατριών ετών, δεν έπαυε να
τρέχη πλησίον του πατρός της, και να τον παρακινή ν' αγαπήση
με την μητέρα.
Μίαν ημέραν θλιβερά του είπεν
— Δεν θα μπορώ πλέον νάρχωμαι, ούτε στο κελλί σου, πατέρα. .
Είνε κάτι κακές γυναίκες, εκεί στο μαχαλά, στο δρόμο που
περνώ, και της άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: «Να, το
κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας
της . . .» Δεν το βαστώ πλέον, πατέρα.
Τω όντι, παρήλθον τρεις ημέραι, και η Κούμπω δεν εφάνη εις το
κελλί του πατρός της. Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και
μαραμένη· εφαίνετο να πάσχη.
— Τι έχεις, κορίτσι μου, της είπεν ο πατήρ της.
— Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με
παράπονον και με πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω από
τον καϋμό μου!
Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης.
Τω όντι, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν. Αλλ' η νεαρά
κόρη έπεσε πράγματι ασθενής και είχε δεινόν πυρετόν. Όταν ο
πατέρας ήλθε παρά την κλίνην της και της ανήγγειλεν ότι έκαμε
αγάπην με την μητέρα της, διά να χαρή, ήτον αργά πλέον. Η
τρυφερά παιδίσκη εμαράνθη εξ αγνώστου νόσου, και ούτε
φάρμακον ούτε νοσηλεία ίσχυσε να την ανακαλέση εις τον
πρόσκαιρον κόσμον. Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον,
εξέπνευσεν ως πουλί, με την λαλιάν εις το στόμα·
— Πατέρα! πατέρα! στην Παναγία να κάμετε μια λειτουργία . .
με την μητέρα μαζί! . . .
Είπε και απέθανε!
Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα ομού με
την σύζυγόν του . . . Κατόπιν απεσύρθη, κ' εξηκολούθησε να
κλαίη μόνος του εις την ερημίαν . . .
Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός και με την
συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγος της
επεθύμει μάλλον να γείνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο την
τελευταίαν σύστασιν της Κούμπως: «με την μητέρα μαζί». Μόνον
έν παροδικόν πείσμα του είχεν έλθει. Του εφάνη ότι αι ίδιαι
αδελφαί της, η ύπανδρος, και η άλλη η δευτερότοκος, δεν την
ελυπήθησαν όσον έπρεπε, δεν την επένθησαν, όσον της ήξιζε,
την ατυχή μικράν, την Κούμπω. Έκτοτε εξηκολούθει να ζη
ολομόναχος πάλιν, τώρα «επί γήρατος ουδώ». Και ενθυμείτο τον
στίχον του Ψαλτηρίου: «Μη απώση με εις καιρόν γήρως, . . .
και έως γήρως και πρεσβείου, μη εγκαταλίπης με».
Και την ημέραν αυτήν, την παραμονήν της Κοιμήσεως πάλιν, τον
ευρίσκομεν να κάθηται εις το προαύλιον του ναΐσκου, και να
καπνίζη μελαγχολικώς το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον
μαμόν . . . αναλογιζόμενος τόσα άλλα και τους οχληρούς
δανειστάς του, οι οποίοι του είχαν πάρει εν τω μεταξύ το
καλλίτερον κτήμα· — ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον,
αγρόν με οπωροφόρα δένδρα, με βρύσιν, με ρέμα και νερόμυλον —
και να εκχύνη τα παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας προς την
Παναγίαν.
Και επόθει ολοψύχως τον μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, και
επεκαλείτο μεγάλη τη φωνή τον «Γλυκασμόν των Αγγέλων, των
θλιβομένων την χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός και
σώτειρα:
«Αντιλαβού μου και ρύσαι
των αιωνίων βασάνων . . . ».
ΟΛΟΓΥΡΑ ΣΤΉ ΛΙΜΝΗ
Όταν επανήλθες μετά επτά έτη εις την ωραίαν τοποθεσίαν, την
προσφιλή εις τας αναμνήσεις σου, δεν ήτο Φεβρουάριος ο μην
και δεν υπήρχον πλέον ία να μυρώνωσι την ατμοσφαίραν με τας
μεθυστικάς ευωδίας των. Αλλά δεν ήτο πλέον και η Πολυμνία
εκεί, άλλο έμψυχον ίον, η μεθύσκουσα ποτέ την παιδικήν
φαντασίαν σου με μόνον της λευκής λινομετάξου εσθήτος της τον
θρουν. Δεν εσώζετο πλέον ούτε ο σικυών του αγαθού Παρρήση, ο
περιβάλλων ποτέ με χλοερόν πλαίσιον την γαληνιώσαν λίμνην,
την αντανακλούσαν εις τα νερά της το αίθριον κυανούν, ούτε
καν η καλύβη του Λούκα του Θανασούλα, η βρεχομένη από το κύμα
παρά το στόμιον της λίμνης, όπου ουδείς αλιεύς ετόλμα εντός
βολής να πλησιάση, διότι και κοιμωμένου του Λούκα, η καραβίνα
ηγρύπνει παρά το πλευρόν του, και ήκουες τότε έξαφνα, εν τω
μέσω της νυκτός, ξηρόν κρότον ουδέν καλόν υποσχόμενον εις τον
τολμητίαν, όστις θα εδοκίμαζε να πλησιάση ποτέ. Αν ηδύνατό
τις να πιστεύση τα λεγόμενα, η καραβίνα αύτη ήτο αληθές
ξυπνητήρι του ενοικιαστού της λίμνης, ειδοποιούσα αυτόν
μυστηριωδώς διά κτύπου εις τον δεξιόν του ώμον περί της
λαθραίας προσεγγίσεως βάρκας τινός εκ του λιμένος διά νυκτός.
Διότι οι όροι του συμβολαίου έλεγαν, ότι όλα τα κεφαλόπουλα
και τα καβούρια, όσα επλησίαζαν εις την λίμνην, ήσαν της
λίμνης, ενώ όσα ετόλμων να εξέλθωσιν αυτής, δεν ήσαν του
λιμένος. Εφηρμόζετο δ' ενταύθα κατά πλάτος το αξίωμα &τα εμά
εμά, και τα σα εμά.&
Άλλοτε κατήρχετο εκεί βόσκων τας ολίγας αμνάδας και τα αρνία
του ο μπάρμπα-Γιωργός, Θεός σχωρέσ' τον, ο Κοψιδάκης, όστις
δεν εφείδετο να διηγήται εις πάντας όσας οπτασίας έβλεπεν
(αγίους, αγγέλους, δαίμονας, την κατάστασιν των ψυχών, και
αυτήν την τελευταίαν κρίσιν, όλα τα έβλεπεν ο μακαρίτης) και
άπαξ μάλιστα ηλήθευσε περιφανώς, όταν έπεισε τους πολίτας και
«τον δήμαρχο με όλη τη δωδεκάδα», ότι ήτο επάναγκες ν'
ανακαινίσωσιν εκ βάθρων τον ναΐσκον του αγίου Γεωργίου. Και
προείπεν αυτοίς, ότι, άμα ανέσκαπτον τα θεμέλια, ο Άγιος θα
ήρχετο βοηθός. Και πράγματι, ως ήρχισεν η σκαπάνη να
ξεκοιλιάζει μετά δούπον την γην και να στομούται πλήττουσα
λίθους και χάλικας, προέβησαν εις το φως δίδυμοι τάφοι μετά
κιτρίνων σκελετών, τις οίδε από ποίου λοιμού κατά τους
παρελθόντας αιώνας εκεί θαμμένων, και μεταξύ αδελφωμένων
κοκκάλων και χώματος, ευρέθησαν περί τα εκατόν ενετικά
φλωρία. Άλλοι επίστευσαν τότε το θαύμα και άλλοι εξεπλάγησαν
διά την σύμπτωσιν, αλλά το ορατόν αποτέλεσμα είνε ότι ο
ναΐσκος ευπρεπής οπωσούν εκτίσθη. Εις τον ναΐσκον εκείνον,
όταν ήτον ακόμη παλαιός και στενός και μικρούτσικος, εκλείεσο
το πάλαι, όταν ήθελες να επικαλεσθής την βοήθειαν του Αγίου
διά τους πρωίμους πόνους της καρδίας σου. Και δεν ηδύνατό τις
να σε ονομάση βέβηλον, καθόσον δεν εζήτεις από τον Άγιον
εγκόσμιον ευτυχίαν, αλλά παρηγορίαν διά τας θλίψεις σου. Και
συ έπλεες τότε εις ψευδή ασφάλειαν, πεποιθώς ότι κανείς άλλος
δεν σε έβλέπεν από τον Θεόν και από τον Άγιον· αλλ' ο νέος
εκείνος, όστις εφύλαγε τότε τα πρόβατα του μπάρμπα-Γιωργού,
Θεός σχωρέσ' τον, του Κοψιδάκη, αν και δεν ήτον προικισμένος
με το χάρισμα της προφητείας και των οπτασιών, ως ο αφέντης
του, όταν σ' έβλεπεν αντικρύ από τον λόφον, κ' έκλειες την
θύραν άμα έμβαινες εις το εξωκκλήσιον, κατήρχετο γοργά —
γοργά από τον λόφον, με τα τσαρουχάκια του, πατών εις την γην
τόσον μαλακά ως να ήτο ελαφρός ατμός διολισθαίνων επί της
χλόης, και συνεχών την αναπνοήν του, επλησίαζε σιγά — σιγά
εις την μικράν, μισοασβεστωμένην και λαδωμένην από την
υπερβολικήν ευλάβειαν των προσκυνητριών υαλόφρακτον θυρίδα
του ναΐσκου, κ' έβλεπε, χωρίς να τον βλέπης, τας μετανοίας
και τας προσευχάς σου, και ήκουε, χωρίς να τον ακούης, τους
ψιθυρισμούς σου και τους στεναγμούς σου. Ω! πόσα έτη παρήλθον
έκτοτε!
Εχωρίζετο η λίμνη από της θαλάσσης διά πλατείας λωρίδος γης
αμμώδους και κισσηρώδους, της οποίας μέρος ήτο το ναυπηγείον
της πόλεως και μέρος ήτο ο σικυών του Παρρήση. Κατά την
δυτικήν όμως γωνίαν της λωρίδος αυτής όπου ήρχιζε ν' απλούται
το μήκος του λιμένος, η λωρίς αύτη έβαινε στενουμένη έως του
Αργύρη του Μπαρμαπαναγιώτη τον ανεμόμυλον, όστις με την
αενάως στροφοδινουμένην κυκλοτερή πτέρυγά του, με τα
τριγωνικά ιστία, εφαίνετο ως να προεκάλει τα εν τω λιμένι
αγκυροβολημένα πλοία, λέγων προς αυτά: «Να, εγώ αρμενίζω και
στη στεριά!» Πόσας και πόσας φοράς ηναγκάσθης να θαλασσώσης,
αφαιρών κάλτσαις και πέδιλα, ανασηκώνων έως το γόνυ την
περισκελίδα, επιμένων πεισμόνως να διαβής το ποτάμιον, όταν
πολύ συχνά επήρχετο πλημμύρα, και η θάλασσα εγίνετο έν με τον
βάλτον! Και διατί δεν απεφάσιζες ν' ανακόψης τον δρόμον σου
και να επιστρέψης εις την πόλιν; Διότι σου εφαίνετο, ότι κάτι
έβλεπες, κάτι απήλαυες εις το τοπίον αυτό, ενώ εκείνη, ήτις
το εζωντάνευεν, είχε γείνει άφαντος προ πολλού. Και πότε
πάλιν επροτίμας να λάβης την βορειοτέραν οδόν, την περιφερή,
εκείθεν της λίμνης, διατρέχων όλον το Καβούλι με τους αγρούς
και με τους αμπελώνας του. Εκεί επάτεις επί παχείας χλόης,
υπό την οποίαν δεν είξευρες πάντοτε, αν υπήρχε στερεά γη. Και
εχώνεσο έως τους αστραγάλους εις τον βάλτον, αλλ' ενόμιζες
τούτο ευτυχίαν σου, διότι εφαντάζεσο πάντοτε, ότι έτρεχες να
κόψης ίτσια δι' εκείνην. Και όταν έφθανες τέλος, με τα
υποδήματα βαλτωμένα και τα περιπόδια υγρά εις τον λευκόν
οικίσκον του μπάρμπα-Κωνσταντή του Μιτζέλου, και τον
εχαιρέτας, εκεί που εσκάλιζε τα κουκκιά, φωνάζων μακρόθεν:
«Καλησπέρα, μπάρμπα-Κωνσταντή!», κ' εκείνος σου απήντα
μειλιχίως; «Καλώς το παιδί μου!», τότε ηγάπας να φαντάζεσαι
σεαυτόν ως μπάρμπα-Κωνσταντήν και την Πολύμνιαν ως θεια-
Σινιώραν, και τους δύο κατά σαράντα έτη νεωτέρους, και
ανεμέτρεις οποία θα ήτον ευτυχία διά σε, αν ήτο δυνατόν να
συζήσης με την αγαπητήν σου, εις τον πάλλευκον εκείνον
οικίσκον, (του οποίου όμως η υπερβάλλουσα λευκότης ωφείλετο
εις τα ακατάπαυστα ασβεστώματα της θεια-Σινιώρας), και
οποία θα ήτο εντρύφησις αισθήματος και ρωμαντισμού, εάν
διήγετε τας ημέρας μετά της αγαπητής εν μέσω του ευώδους και
χλοερού εκείνου κήπου με τας ροιάς, με τας ροδωνιάς, με τας
αμυγδαλέας και πασχαλέας, με όλα τα εκλεκτότερα φυτά και άνθη
(τα οποία όμως ωφείλοντο εις τους ενδελεχείς κόπους του
μπάρμπα-Κωνσταντή) παρά την όχθην της ωραίας λίμνης, όπου
υπήρχεν είς ουρανός επάνω, και άλλος ουρανός εφαίνετο κάτω,
λεύκαι και κυπάρισσοι ανέτεινον τας υψηλάς κορυφάς των άνω,
και άλλαι λεύκαι και κυπάρισσοι εκρέμαντο ανάποδα κάτω. Και
όσαι μυριάδες άστρα εκόσμουν την νύκτα λάμποντα το στερέωμα,
άλλαι τόσαι μυριάδες έλαμπον τρεμοσβύνοντα κάτω εις τον
πυθμένα. Και καλαμώνες σειάμενοι υπό του ανέμου ύψωναν τούς
ασθενείς καυλούς των, δύο οργυιάς υπέρ το κύμα, και βρύα και
λύγοι και ασφόδελοι απέζων εκ του έλους της λίμνης και εκ του
λίπους του βάλτου, κλίνοντα τας χθαμαλάς κορυφάς των προς το
ύδωρ ως ν' απέδιδον εις την λίμνην την οφειλομένην ευγνώμονα
υπόκλισιν. Και αντικρύ υψούτο ο λιμήν με τας χλοεράς όχθας
του ολόγυρα, τας εξαπλούσας εις τον ήλιον τας πρασινιζούσας
κλιτύς των ως εύκολπα στήθη παρθένου αναδίδοντα ζωήν και
σφρίγος εις την πλάσιν. Δένδρα εκόσμουν ευπαρύφως τας όχθας
τας ορεινάς και τας αμμώδεις, και άλλα δένδρα φυτευμένα εν τη
θαλάσση εστόλιζον το κύμα και τους αιγιαλούς, τα ιστία με τα
εξάρτιά των. Και εις το βάθος εφαίνοντο προς βορράν
τεμνόμεναι αι δύο των λόφων σειραί, αι περιβάλλουσαι ένθεν
και ένθεν τον μακρόν αλλ' ευσύνοπτον εις το βλέμμα κάμπον, η
μία η ανατολική, υψηλή, εγγυτέρα εις τον θεατήν, επιστεφομένη
από το καλύβι του μπάρμπα-Γεωργιού, Θεός σχωρέσ' τον, του
Κοψιδάκη, όπου όχι άπαξ εώρτασες την Πρωτομαγιάν, παιδίον, με
γάλα και με οβελίαν αμνόν και με στεφάνους και με λελούδια,
όταν έζη ο προς μητρός πάππος σου, ο μπάρμπ' Αλέξανδρος, Θεός
σχωρέσ' τον, ο Καρονιάρης, όστις ηγάπα να εορτάζη
μεγαλοπρεπώς την Πρωτομαγιάν, χορηγός αυτός όχι μόνον δι'
όλους τους υιούς, τας θυγατέρας και τα εγγόνια του, αλλά και
διά τα αναδεξίμια του και τους κουμπάρους του και διά τας
κόρας των κολληγισσών του ακόμη, τας οποίας επταετής ήδη δεν
ώκνεις να ερωτεύεσαι, φανταζόμενος ότι τρέχεις κατόπιν αυτών
εις τους ορμίσκους, εκεί όπου ελεύκαινον τας οθόνας, και ότι
κρύπτεσαι μαζί των εις τα άντρα, τα πατούμενα υπό της
θαλάσσης, αφριζούσης υπό την πνοήν του Βορρά, ονειροπολών την
ευτυχίαν εις τους λευκούς και γλαφυρούς κόλπους, με τας
ολοβροχίους και βυσιννόχρους τραχηλιάς και εις τας
κυανόφλεβας και τορνευτάς ωλένας με τας μακράς και κεντητάς
χειρίδας των. Πρώιμα όνειρα νεότητος ανυπομόνου, ως η
αμυγδαλή η ανθούσα τον Ιανουάριον!
Η άλλη, η δυτική λοφιά, ήτο η Πλατάνα, απωτέρα εις τον
θεατήν, υπτία, ανακεκλιμένη, βαθμηδόν ανέρπουσα προς τας
υψηλοτέρας κορυφάς, ης την υπώρειαν περικαλλώς κοσμεί ο
Πύργος του Μετοχίου με τον ωραίον ναΐσκον του Αγίου Ιωάννου
του Θεολόγου. Όλα αυτά τα έβλεπες αντικρύ σου ως τελείαν
εικόνα αριστοτέχνου αληθώς, εκείθεν της λίμνης από τον λευκόν
οικίσκον του μπάρμπα-Κωνσταντή του Μιτζέλου, καθώς και από το
ναυπηγείον, το οποίον εφαίνετο απέναντι, εντεύθεν της λίμνης.
Όλη η μακρά και πλατεία αμμουδιά η απλουμένη μεταξύ της
λίμνης και του λιμένος δεν είχεν ουδέ ένα κόκκον άμμου αμιγή
από πριονίδια, ουδέ ένα χάλικα ελεύθερον από την γειτονίαν
πελεκουδίου. Πόσα δάση αγριοξύλων μετεμορφώθησαν ενταύθα, από
αμνημονεύτων χρόνων, εις σκάφας με κατάρτια υψηλά, με
μυριάδας οργυιών σχοινιών και πανίων, και πόσαι τοιαύται
σκάφαι θα εκοιμώντο τώρα τον ύπνον εις τα βάθη της Μεσογείου
ή του Ευξείνου! Δύο τοιούτοι σκελετοί εφαίνοντο σήμερον
κείμενοι επί την πλεράν, αντικρύ του ναυπηγείου, με τας
σκωληκοβρώτους και μαυρισμένας σανίδας των, με τα
σκουριασμένα καρφία των, και τα διέχοντα στραβόξυλα, γυμνά
μαδερίων, δι' ων διέρρεεν ελευθέρως η θάλασσα, εφαίνοντο
θλιβερώς μειδιώντα, με οδόντας άνευ χειλέων, ως να ώκτειρον
βλέποντα εκ του σύνεγγυς την τόσην μανιώδη μέριμναν και
μεταλλευτικότητα των ανθρώπων. Πόσαι χείρες ανθρώπων,
πυρετωδώς εργασθείσαι άλλοτε εδώ, δεν έκειντο ξηραί εις τα
βάθη της γης, πόσαι κεφαλαί, τόσον έχουσαι εγκέφαλον, όσος θα
ήρκει, καθ' ό έλεγε γηραιός ναυτικός, «διά να παλαμίση τις
ένα καράβι ολόκληρον», δεν έθρεψαν αδηφάγα κήτη εις τον βυθόν
του πόντου ! Και όμως ο γέρων εκείνος θαλασσινός, με την
πικράν ειρωνείαν, είχε χάσει αρτίως το πλοίον και τους δύο
υιούς του από τρικυμίαν παρά τον Μαλέαν, και τώρα, με τα
γεράματά του και με τον τρίτον του υιόν, επαιδεύετο να
ναυπηγήση άλλο πλοίον μεγαλείτερον, έρημος των κυριοτέρων
βοηθών του ! Ούτως η ανάγκη του βίου και η συνήθεια
δεσπόζουσι των ανθρωπίνων πραγμάτων! Δι' εκείνον το νέον
τούτο πλοίον ίσως να ήτο, αν όχι ικανοποίησις, τουλάχιστον
παρηγορία διά το γήρας! Και ούτω θα εξηκολούθει να διάγη τας
τελευταίας ημέρας του ο γηραιός θαλάσσιος λύκος, εωσότου θα
ήρχετο ίσως ημέρα, καθ' ην η θάλασσα, το μέγιστον τούτο
θηρίον, το οποίον επιμόνως προεκάλει, θα τον ανέρριπτεν
εξεγειρομένη από των κόλπων της έως το στερέωμα, ως λέγει ο
Βάυρων, και θα τον έπεμπεν ολολύζοντα εις τους θεούς του,
απορρίπτουσα αυτόν οπίσω εις την γην. «Εκεί ας κείται! —
There let him lay»
Κ' εξηκολούθουν διαρκώς να ναυπηγώσι πλοία, και η τέχνη
ετελειοποιείτο και το εμπόριον ηύξανε. Πας, όστις ήθελε να
ναυπηγήση, είχε πρόθυμον σύμβουλον τον καπετάν-Δημήτρη τον
Κασανδριανό, με την μακράν του τσιμπούκαν, με το ηλέκτρινον
στόμιον, όστις είχεν ιδεί και ακούσει πολλά εις την ζωήν του,
ο μακαρίτης. Τας ημέρας του γήρατός του τας εδαπάνα
παριστάμενος θεατής των ναυπηγουμένων πλοίων, ερχόμενος κατά
πάσαν εσπέραν με την τσιμπούκαν του, με την μακράν
καπνοσακκούλαν του κρεμασμένην επί του τσοχίνου επανωβράκου,
διά να καμαρώση τους κόπους και τας ελπίδας των άλλων και
παρηγορηθή, διότι, πεισθείς εις τας απαιτήσεις των υιών του,
ισχυριζομένων ότι ήτο πάρα πολύ γέρων, είχε παραχωρήσει
αυτοίς την πλοαρχίαν. «Σα θα κάμετε το Σταυρό σας να κόψετε
τον κερεστέ· παιδιά, να κυττάξετε καλά, πόσων ημερών θα είνε
το φεγγάρι . . . Κι' όντας θα σκαρώσετε, με το καλό, να
ξετάζετε, πού είνε ο αστέρας . . . &Βάρδα μπένε&, να μη
σκαρώσετε, μουδέ να το ρίξετε στο γιαλό, την ημέρα που είνε
'λιοτρόπι . . . » Και έδιδε βραδύγλωσσος πολυτίμους οδηγίας
εις τον πλοίαρχον, ως και τον πρωτομάστορην, περί πάντων των
συντελούντων εις την επιτυχή ναυπήγησιν ως και εις την
ευόδωσιν και προκοπήν του πλοίου. Όστις δεν τον ήκουε, τόσον
χειρότερα δι' αυτόν! Νεωτερισταί τινες πλοίαρχοι εδοκίμασαν
να τον παρακούσουν, και υπέφεραν σκληρώς.
Ενθυμείσαι, υπήρχον τότε τρία μεγάλα σκάφη πλησίον αλλήλων
ναυπηγούμενα υπό τον αυτόν αρχιναυπηγόν. Θαυμάσιος άνθρωπος!
Πώς ηδύνατο να επαρκή και εις τα τρία, τρέχων από σκάφης εις
σκάφην, μ' ένα πήχυν εις την χείρα, με μίαν στάθμην και μ'
ένα σκέπαρνον από του αυχένος κρεμάμενον με την λαβήν επί του
στέρνου. Και οποία στρατιά ανθρώπων ετέλει υπό τας διαταγάς
του ! Ο πλοίαρχος, οι βοηθοί του, οι πριονισταί, οι
πελεκητοί, οι μαραγκοί, και οι καλαφάται. Δεν έλειπον και οι
γύφτοι, οίτινες είχον ιδρύσει προχείρως μίαν καλύβην όπισθεν
ενός εκάστου των σκαφών. Και με την κάμινον πλήρη ανθράκων,
με τους φυσητήρας, με τους άκμονας, με τους ραιστήρας και τας
βαρείας σφύρας των, έκοπτον, έκοπτον μεγάλα καρφιά,
&τζαβέτταις&. Οποίος φοβερός θόρυβος. Οι κτύποι του ραιστήρος
έπνιγον τον έρρυθμον τριγμόν του πρίονος, ο κρότος του
σκεπάρνου εκάλυπτε τον δούπον της ξυλίνης ματσόλας, δι' ης
εκτύπα το στουπίον ο καλαφάτης, και υπέρ πάντας τους άλλους
κρότους εδέσποζεν ο βαρύς ροίβδος του πελωρίου ραιστήρος, δι'
ου ενέπηγον τα χονδρά καρφιά και τους ξυλίνους ήλους, &ταις
καβήλιαις&, εις τας στρογγύλας πλευράς του κολοσσιαίου
σκάφους. Και υψηλός, μεγαλόκορμος ανήρ, με ορθάς τας πλάτας,
με το κόκκινον πλατύ ζωνάρι, συνέχον την μακράν σέλλαν του
βρακίου υπό τους βουβώνας του, είχεν αναβή, ο δαιμόνιος,
υψηλά επί της κουπαστής, και ο ίσκιος του, μακρός υπό τας
τελευταίας ακτίνας του δύοντος ηλίου, εμεγεθύνετο τεραστίως,
των μεν σκελών πιπτόντων εντεύθεν της λίμνης, επί των φυτών
του σικυώνος, του δε κορμού αορίστως κυμαινομένου επί του
ύδατος, και της κεφαλής ζωγραφουμένης μεγαλοπρεπώς πέραν της
λίμνης, προς ανατολάς, εις την υπώρειαν του βουνού. Ούτος ήτο
ο &πουργοτζής&, έργον έχων ν' ανοίγη τρύπαις. Υπερμέγεθες
πισσωμένον ζεμπίλιον, κείμενον κάπου, ανάμεσα εις δύο
&βουβά&, μεγάλα ξύλα, υπό την πρύμνην, ήτο γεμάτον από
τριβέλια διαφόρων μεγεθών, έως τρεις δωδεκάδας, ων το μεν
μικρότερον θα ήτο έως δύο σπιθαμών, το δε μέγιστον, βαρύ,
ογκώδες, ήτο σχεδόν τόσον με το ανάστημα του κατόχου του. Την
στιγμήν ταύτην εχειρίζετο έν των μεγίστων τρυπανίων, και
έκυπτεν, ο θαυμάσιος, επί της κωπαστής, αιωρούμενος ως
σχοινοβάτης, και ήνοιγε βαθείαν κάθετον οπήν εις μίαν των
πλευρών του σκάφους. Ω, της ακαταληψίας!
Αλλ' ο ήλιος εκρύβη ήδη εις την κορυφήν του υψηλού πετρώδους
βουνού, και ο ίσκιος του &πουργοτζή& διεγράφη και αυτός από
την επιφάνειαν του ύδατος και από την άμμον της παραλίας. Οι
μαστόροι, καθώς και οι πολλοί επισκέπται, οι περιπατηταί της
εσπέρας, οίτινες ήρχοντο να συγκοπιάζωσι και αυτοί με το
βλέμμα εις τους ιδρώτας των άλλων κ' ενίοτε να τους
χασομερώσι με τας ακαίρους ερωτήσεις των, διασκελίσαντες τα
παντού εσκορπισμένα ανά το ναυπηγείον &βουβά&, δοκούς και
στραβόξυλα, συνήχθησαν όλοι εν συγκεχυμένω βόμβω περί την
μικράν καλύβην του πλοιάρχου, ήτις ήτο πλήρης τάκων και
τεμαχίων ξύλων και σπειρίδων με εργαλεία καί τινων ενδυμάτων
και κλινοσκεπασμάτων, διά να πίωσιν όλοι το &τσίπουρο& από
μεγάλην χιλιάρικην φιάλην, με το αυτό ποτήριον όλοι. Μόνος ο
πελώριος καραβόσκυλος, ο προσδεδεμένος με την στερεάν άλυσον
έξωθεν της καλύβης, όπισθεν της πρύμνης του μεγάλου σκάφους,
εξέπεμπεν απειλητικόν υπόκωφον γρυλλισμόν, ως να διέκρινεν
αυτός μόνος τον βόμβον των κηφήνων από του βόμβου των
μελισσών, κ' εφαίνετο, αν του το επέτρεπαν, έτοιμος να
εφορμήση. Αλλ' ο πλοίαρχος, ο καπετάν-Γιωργάκης κάπως
μορφωμένος, με τους μακρούς αγκιστροειδείς ξανθούς μύστακάς
του, το ηλιοκαές πρόσωπον και το μικρόν ανάστημα, διά
μονοσυλλάβων ανέκοπτε την ορμήν του : «Πίσω Τσούρμο! . . .
κάτω, Τσούρμο!» Ο Τσούρμος υπήκουεν, αλλά μετά δυσκολίας, και
εξέφραζεν την λύπην του διά παρατεταμένων γαυγισμών. Ήρχισε
να κυκλοφορή το ποτήριον της ρακής, και οι ναυπηγοί όλοι και
οι περιπατηταί έλεγαν τας συνήθεις ευχάς: Καλορρίζικο! μάλαμα
το καρφί τ', καπετάνιο! Καλό πλέψιμο!» Την τελευταίαν λέξιν
οι πλείστοι την επρόφεραν, κατά παραφθοράν, &πλέξιμον&. Και
είς περίεργος άνθρωπος με χονδρόν άσχημον πρόσωπον, με
παχύτατον μύστακα επικαθήμενον ως στοιβιά επί των μήλων των
παρειών του έως τους οφθαλμούς, ημιναύτης και ημιεργάτης και
ημιεκφορτωτής (ούτος ήτο ο Αλέξανδρος Χάραυλος, ο ίδιος όστις
πηδαλιουχών ποτε εν μακρώ ταξειδίω, κατά την Μαύρην Θάλασσαν,
επί μεγάλου πλοίου, την νύκτα, ηρωτήθη υπό του πλοιάρχου,
περιπατούντος κατά μήκος του καταστρώματος από την πρύμναν
έως την πρώραν: «Τι έχεις, βρε Αλέξανδρε, κι αναστενάζεις»;
κ' εκείνος απήντησε: «Συλλογίζομαι, καπετάνιε, πώς θα
πληρώσουμε τόσα εκατομμύρια που χρωστάει το έθνος!»· ούτος
λοιπόν ο Αλέξανδρος Χάραυλος, ολίγον πέραν του δέοντος
αφελής, προσληφθείς από της προτεραίας διά να υπηρετή εις την
ναυπήγησιν του σκάφους, όταν ήλθεν η σειρά του διά να πίη και
να χαιρετίση, επρόφερεν εξ υπερβαλλούσης αδεξιότητος ως εξής
την ανωτέρω σημειωθείσαν λέξιν·
— Καλό &μπλέξιμο&, καπετάνιο!
Οι άλλοι εκάγχασαν· ο ξανθομούστακος πλοίαρχος συνωφρυώθη, ο
Τσούρμος ηγέρθη εκ των οπισθίων ποδών και αφήκε φοβεράν
υλακήν! Ο αδελφός του πλοιάρχου, ο Δημήτρης ο Τσιμπήδας
ήγειρε την χείρα ν' αρπάση από τον σβέρκον τον Αλέξανδρον τον
Χάραυλον και να του καταφέρη ολίγους κονδύλους. Ο καπετάν-
Γιωργάκης τον εμπόδισεν, αν και του εκόστισε πολύ. Διότι όλοι
οι ναυτικοί, και οι πλέον μορφωμένοι σχετικώς, δεν είναι
απηλλαγμένοι δεισιδαιμονιών και προλήψεων. Πώς να μην είναι
τις δεισιδαίμων, όταν «πολεμή με το μεγαλείτερον θηρίον»,
όταν παλαίη με το άγνωστον, και δεν ειξεύρη αν αύριον θα
επιπλέη ή θα ποντισθή, αν θα είνε εις την επιφάνειαν ή εις
τον πυθμένα; Ο πλοίαρχος ηρκέσθη μόνον να είπη οργίλως·
— Δάκω τη γλώσσα σ', βρε στραβο — Χάραυλε . . . να μην
αρπάξω τη σαλαμάστρα, τώρα . . .
Και μετά δυσκολίας πολλής εμπόδισε τον αδελφόν του να μη τον
αικίση.
Εκεί, όπισθεν των θάμνων του φράκτου, εν μέσω των χωραφίων,
αμπέλων και του αιγιαλού, όπου όχι σπανίως η μεν θαλασσα
επάτει και αφωμοίου το ήμισυ κήπου ή αγρού με συκάς, μηλέας
και απιδέας, οι δε διαβάται έκαμαν δρόμον το άλλο ήμισυ του
αυτού κήπου ή αγρού (και οι ατυχείς ιδιοκτήται εις ποίον να
προσκλαυθώσιν;) ήκουες πολλάκις την εσπέραν περί το λυκόφως,
ενώ οι ναυπηγοί φορτωμένοι τα ζεμπίλια με τα σιδερικά των
επέστρεφαν εις την πολίχνην, ήκουες, μεταξύ δύο ή τριών
μαραγκών, μετρούντων τας ημέρας έως ου έλθη η πρώτη Κυριακή,
κατόπιν της οποίας είποντο κατά σειράν τρεις ή τέσσαρες
εορταί (των Κορυφαίων Αποστόλων, των Δώδεκα, των αγίων
Αναργύρων και της αγίας Εσθήτος), και αναλογιζομένων μετά
προαπολαύσεως μελλούσης μακαριότητος, ότι θα έπλεον όσον ούπω
αντικρύ εις την ανατολικήν νήσον, την κρατούσαν δέσμια
πανταχόσε της γης όλα τα τέκνα της με αόρατον συμπαθές νήμα
πόθου και νοσταλγίας, θα έπλεον όλοι στοιβαζόμενοι εις δύο
μεγάλας ολκάδας, έργα των χειρών των, όπως επί τετραήμερον
εορτάσωσιν· ήκουες, λέγω, διάλογον, οίος ο εξής·
Και &ούτως οδός βραχεία γίγνεται&, όχι κατά τον Σοφοκλέα.
Αλλά δεν ήτο πάντοτε εσπέρα, όταν έβαινες προς την αμμώδη
εκείνην παραλίαν με ταβαθή ύδατα, και δεν έβλεπες πάντοτε
ομάδας ανθρώπων επιστρεφόντων εκ του ναυπηγείου, ουδέ πτωχών
γυναικών φορτωμένων σάκκους πλήρεις πελεκουδίων επί των
ισχνών ώμων των. Ήτο πρωία, και δεν είχε παρέλθει ο χειμών,
και δεν είχαν ακόμη σκαρώσει τα μεγάλα σκάφη. Είς το
ναυπηγείον μία μόνον βρατσέρα και δύο βάρκαι μικραί υπήρχαν
σκαρωμέναι. Δεν ειργάζοντο εκεί ειμή ο μαστρο — Γιωργός, Θεός
σχωρέσ' τον, ο Βαγγελάκης, με την κοκκίνην σκούφιαν του, ήτις
δεν ήτο ούτε φέσι, ούτε κούκκος, ούτε καπέλλο, αλλά μετείχεν
από όλα αυτά, με τους πισσωμένους αμπάδες του και με την
πολύχρουν από εμβαλώματα καμιζόλαν του, και ο Γιάννης της
Παναγιούς, με το υψηλόν και ορθόν φέσι του, με την μακράν και
πολύπτυχον βράκαν του, με την άσπρην φανέλλαν και με την
μεγάλην ζεμπίλαν του. Ο ήλιος μόλις είχεν ανατείλει, διαλύων
τους ανερχομένους από την θάλασσαν προς την πρασινίζουσαν
ακτήν λευκούς ατμούς, τα ύδατα ήσαν ρηχά από τον ασθενή
άνεμον, όστις εφύσα. Εφαίνετο την πρωίαν εκείνην, ότι και
αυτός ο Βορράς ευρέθη εις διάθεσιν φιλοπαίγμονα, θωπεύων
μαλακά την θάλασσαν. Και η ψυχρά ροπή δεν ήτο δυσάρεστος εις
τον μικρόν κτηματίαν τον επιβαίνοντα του όνου του και
απερχόμενον εις τον αγρόν του, ουδέ εις τον ζευγηλάτην, τον
διά της φωνής αποτείνοντα τα κελεύσματα εις τους βους του:
«Ο! μελίσσ' όξου μαυρομμάτ'!» και διά του βλέμματος θωπεύοντα
την μεγάλην χύτραν με τα καλομαγειρευμένα με ικανόν ευώδες
έλαιον φασόλια και με άφθονον κόκκινην πιπεριάν, την οποίαν
με το εξησκημένον βλέμμα του, είχεν ανακαλύψει ήδη ερχομένην
όπισθεν των θάμνων ολονέν και πλησιάζουσαν, σκεπασμένην καλά
δια να μη κρυώση το φαγητόν, επιστέφουσαν τον μέγαν κόφφινον,
επί των ώμων της φιλοτίμου οικοκυράς, σχεδόν αρμενίζουσαν ως
βάρκαν, χωρίς να φαίνονται ούτε αι χείρες αι υποβαστάζουσαι
ούτε οι πόδες οι βηματίζοντες. Ολίγαι στιγμαί θα παρήρχοντο
ακόμη, και ο μεν μελίσσης καί ο μαυρομμάτης, απολυόμενοι προς
ώραν του ζυγού, θα έβοσκον μακαρίως παρά τας χονδράς και
οζώδεις ρίζας των ελαιών, ο δε ζευγηλάτης και ο βοηθός του,
θα παρεκάθιζον επιφθόνως υπό το ευλογημένον φύλλωμα, και θα
επειρώντο εγγύτερον της χύτρας.
Αλλά συ φίλε, δεν προσείχες τότε εις τα τετριμμένα αυτά, αλλ'
εφθόνεις μάλλον τους μικρούς δεκαετείς παίδας, τους
ανασηκώνοντας την περισκελίδα ως τον μηρόν, φέροντας τα
πέδιλα εις το θυλάκιον και θαλασσώνοντας υπέρ το γόνυ εις το
κύμα. Έβλεπες άξαφνα ένα τούτων να κύπτη να συλλαμβάνη με την
παλάμην μικρόν οκταπόδιον, να το δαγκάνη εις τον λαιμόν, ν'
αγωνίζεται ν' αποσπάση από τον καρπόν της χειρός του τους
μυζητήρας, να τρέχη εις την άμμον και να το κοπανίζη
γενναίως, εις τον πρώτον λίθον τον οποίον θα εύρισκε λείψανον
παρασυρθέντος από τα κύματα ξηρολιθίνου περιβόλου κήπου ή
ερείπιον πάλαι ποτέ υπαρξάσης προκυμαίας. Και η μήτηρ σου η
φιλότεχνος, όχι μόνον δεν σου επέτρεπε να τρέχης, όπως άλλοι,
ανυπόδητος και συ, αλλ' απήτει να φορής και κάλτσαις. Οποία
δεσμά παιδαγωγικής δουλοσύνης! Ευτυχώς είχες πλησίον σου τον
φίλον σου Χριστοδουλήν, όστις ομήλιξ με σε, ήτο ευτυχέστερος
προς τούτο, ότι ήτο πάντοτε ξυπόλυτος και ουδ' εφόρει ποτέ
κάλτσαις. Φιλότιμον παιδίον! Έτρεχε δι' όλης της ημέρας από
γιαλόν εις γιαλόν, έβγαζε γρινιάτσαις, πορφύραις και
πεταλίδες διά δυο, καβούρια διά τρεις, οκταπόδια διά
τέσσαρες. Και μέρος μεν αυτών έκαμνε δολώματα, διά να ψαρεύη
με την καλαμιάν από τον δειλινόν έως το βράδυ, μέρος δε
εμοιράζετο φιλαδέλφως με σε. Την πρωίαν εκείνην ολίγον πριν
φθάσητε εις τον μύλον του Μπαρμπαπαναγιώτη, όστις ίσταται ως
φρουρός προς το δυτικόν στόμιον της λίμνης, εκεί όπου ήτο
ουδέτερον έδαφος μεταξύ θαλάσσης και ξηράς, ο φίλος σου ο
Χριστοδουλής, επειδή εις το μέρος τούτο τα ύδατα εβαθύνοντο
ολίγον τι αποτόμως, δεν ευρίσκετο πολύ μακράν εις το κύμα,
και άμα είδεν, ότι η Πολυμνία πλησιάσασα ήρχισε να σου ομιλή,
έσπευσε να αποβή εις την ξηράν διά να ακούση τι σου έλεγεν.
Οποίον λεπτοφυές σώμα εσκέπαζεν η λινομέταξος ορφνή εσθής!
Πώς διεγράφετο αρμονικώς η μορφή της με χνοώδη πάλλευκον
χρώμα και τα ερυθρά μήλα των παρειών με τον μελίχρυσον λαιμόν
καί με το ελαφρώς κολπούμενον στήθος της! Πόσον αβραί ήσαν αι
χείρες, και πόσον μελωδική έπαλλεν εις το ους σου η θεσπεσία
φωνή της ! Η ξανθοπλόκαμος κόμη ατημέλητος ολίγον, ως να
εβιάσθη να καλλωπιστή διά να εξέλθη και απολαύση την
θαλασσίαν αύραν και τον τερπνόν της αμμουδιάς περίπατον,
αερίζετο από την πνοήν του Βορρά, και το όμμα της με τα μακρά
ματόκλαδα ως πτεροφόρος οϊστός σ' εσαΐτευε γλυκά εις την
καρδίαν. Ενθυμείσαι! οποίον αίσθημα εδοκίμασες τότε, και πώς
δεκατετραετής μόλις, ηρωτεύθης ήδη; Η Πολύμνια σου ωμίλησεν!
Η Πολύμνια σ' εκάλει ονομαστί! Οποία παιδική μέθη, ευκόλως
παραχθείσα, διά μικράς δόσεως ρευστού! Εφαίνετο, ότι &δεν
εσήκωνες& περισσότερον. Και όμως το πράγμα ήτο απλούστατον. Ο
αδελφός της δωδεκαέτης, εκείνος είξευρε τόνομά σου και είπε
τις είσαι εις την Πολύμνιαν. Και αυτή δεν ενόμισεν ότι θα
εσαγίτευε την καρδίαν σου, αν σου απέτεινε τον λόγον, αφού
μάλιστα ήθελε να σου ζητήση εκδούλευσιν. Εν τούτοις ο
Χριστοδουλής έτρεξε πλησίον σου, καταβιβάσας εν σπουδή την
περισκελίδα του, ως διά να μοιρασθή το βάρος της ευτυχίας.
— Μπράβο! μπράβο ! . . . κυρία Πολύμνια! Εγώ τα ξέρω που
είνε τα ίτσια . . . τώρα να πάμε να κόψουμε . . .
— Θα με υποχρεώσετε πολύ, επανέλαβε και προς τους δύο η
Πολύμνια.
Και ο Χριστοδουλής έτρεξεν ελαφρόπους, με το έν μπουδονάρι
του ανασηκωμένον ακόμη έως το γόνυ, με το άλλο καταβιβασμένον
εις τον αστράγαλον, ξυπόλυτος, με τα πόδια &παπουδιασμένα&,
μαύρα, ψημένα από την άλμην του κύματος. Έτρεξες και συ
κατόπιν του οκνός, ασθμαίνων, αλλ' έως να φθάσης εις την
όχθην της λίμνης πατών επί του ολισθηρού βάλτου, γλυστρών
ανάμεσα εις ταις αρμυρήθραις και εις ταις βουρλιαίς, ο
Χριστοδουλής είχε κόψει ήδη ολόκληρον δεσμίδα εκ των πρωίμων
ευωδών και μεθιστικών ανθέων, τα οποία εζήτει η Πολύμνια,
τρέχων από συστάδα χόρτου εις συστάδα, αίτινες εσκίαζαν
φιλαδέλφως τα πτωχά ωραία άνθη, τα τόσον τρυφερά και ασθενή,
με τα λευκά πέταλα και τον ωχρόν ύπερον, τα οποία εφαίνοντο
ως να παραπονούνται, διά τί να φύωνται εις το χώμα και να
είνε τόσον χαμαιπετή· ο Χριστοδουλής τα έκοπτεν ασπλάγχνως
ανά δύο και τρία, μεμιγμένα με χόρτα, και τα εστοίβαζεν επί
της ωλένης της χειρός του, μεταβαίνων από βουρλιάν εις
βουρλιάν, βλέπων τα βούρλα και αναστενάζων, διά τι να μην έχη
αλιεύσει με τας χείρας του τόσαις πέρκαις, και τριγλία, όσα
βούρλα έβλεπε, και διατί να μη δύναται να χρησιμοποιήση ταύτα
όπως ορμαθιάση εκείνα.
Μέχρις ου κατορθώσης και συ να εύρης ολίγα ίτσια να κόψης, ο
Χριστοδουλής είχε καταρτίσει ήδη ολόκληρον αγκαλίδα, κ'
επέστρεφε τρέχων προς τον ανεμόμυλον, εκεί όπου ίστατο
περιμένουσα μετά του αδελφού της η Πολύμνια. Εν τούτοις
επρόφθασες και συ και της έφερες μικράν, όση ηδύνατο να
συνθλιβή μεταξύ αντίχειρος και λιχανού, δεσμίδα, αλλά το
&ευχαριστώ& το προς σε ήτο, ως εικός χλιαρώτερον από το
&ευχαριστώ& το προς τον φίλον σου. Και ουχ ήττον έμεινες
ευχαριστημένος, ολιγαρκής και κυριευόμενος υπό αυταρέσκου
νάρκης, ομωνύμου με το τρυφερόν εκείνο άνθος, το οποίον
εζήτει μεν από σε, έλαβε δε από τον φίλον σου η Πολύμνια.
Έκτοτε ο Χριστοδουλής ηραίωσε κατ' αρχάς, είτα οριστικώς
έπαυσε το μερίδιον, το οποίον σου έδιδε τέως από τα κογχύλια,
από τα καβούρια και από τους γωβιούς, συ δε ήργησες πολύ να
μάθης ότι τα έδιδε εις τον Νίκον, τον αδελφόν της Πολυμνίας.
Εις μάτην τον εσυνώδευες, ως πάντοτε, βαδίζων επί της άμμου,
θαλασσώνοντα έως τον μηρόν, και από καιρού εις καιρόν και του
εφώναζες·
— Κ'στοδουλή, βρε ! δεν έβγαλες ακόμα κανένα χταπόδι;
Εκείνος τα χταπόδια και τα καβουράκια τα έβαζεν εις τον
φουσκωμένον και βρεγμένον κόλπον του υποκαμίσου του, έχων
τρόπον να τα ψοφά με δαγκωματιαίς και με ακρωτηριασμούς, και
σου έδειχνε μόνον ταις γρινιάτσαις, λέγων ότι θα υπάγη ύστερ'
από το μεσημέρι να ψαρέψη με την καλαμιά. Και όταν, περί την
δείλην, τον παρεμόνευες, παρά την αγοράν, επί της αποβάθρας
κι έβλεπες ιδίοις όμμασι να σπαρταρίζη κανείς γωβιός εις το
άκρον του αγκίστρου του, και τότε σ' εγέλα λέγων ότι θα κάμη
τον γωβιόν δόλωμα διά να βγάλη μεγάλα ψάρια. Ούτω χάνεται η
φιλία!
Πολλαί πρωίαι διέρρευσαν κατόπιν της πρωίας εκείνης του
φθίνοντος Φεβρουαρίου. Επέρασεν ολόκληρος ο Μάρτιος, ήλθε και
το Πάσχα, παρήλθεν ο Απρίλιος, και η Πολύμνια δεν εξήλθε
πλέον εις περίπατον προς την παραθαλασσίαν του ναυπηγείου.
Εις μάτην έτρεχες τακτικά κάθε πρωίαν κ' εσπέραν εις την
αμμουδιάν εκείνην. Η Πολύμνια, καθώς αργά έμαθες, είχεν
αρρωστήσει, αρχομένου του έαρος, κατά την συμβουλήν δε των
ιατρών είχε κάμει, περί τον Μάιον, ταξείδιον μετά της θείας
της, συνταξιούχου, χήρας αντιπλοιάρχου του Βασιλικού Στόλου,
διά ν' αλλάξη τον αέρα. Τρία μεγάλα σκάφη είχον σκαρωθή από
των πρώτων ημερών του Μαρτίου, και συ δεν έπαυες να τρέχης
καθ' εκάστην, έως το ναυπηγείον, σταματών επί ώρας πολλάκις,
παρά τον ανεμόμυλον, καθεζόμενος επί των κάτω κειμένων
καταρτιών πάλαι ποτέ υπαρξάσης γολέττας, αναπολών ότι εις το
μέρος εκείνο εστάθη προ μηνών η Πολύμνια, όταν σου εζήτησε να
δρέψης προς χάριν της ίτσια· αλλ' η Πολύμνια ήτο μακράν
απούσα. Μόνον περί τα μέσα του Αυγούστου, ότε το τρίτον και
ογκωδέστατον των ναυπηγηθέντων πλοίων είχε τελειώσει ήδη,
επήγες και συ μετά πολλού πλήθους εις το ναυπηγείον, όπως
ίδης την καθέλκυσιν του μεγάλου σκάφους, Το θέαμα ήτο
επιβλητικόν, όπως λέγουσι σήμερον. Όλη η πολίχνη είχεν
ερημωθή σχεδόν, και κόσμος πολυάριθμος επλήρου την μεγάλην
μεταξύ της λίμνης και του λιμένος λωρίδα. Εκείθεν του σκάφους
ο ήλιος ήτο ήδη δύο κοντάρια υψηλά, και ίσταντο οι τραχείς,
οι σκληραγωγημένοι ναύται και οι χειρώνακτες, συμπληρούντες
το παλάμισμα της καρίνας, αποκαρφώνοντες τα &βάζια& ή
υποσκάπτοντες εις την βάσιν, όπως είνε έτοιμα προς πτώσιν τα
κοντοστύλια.
Εντεύθεν του σκάφους, όπου βαθμηδόν ηλαττούτο η σκιά, ίσταντο
πλην των συνεργατών της καθελκύσεως και οι θεαταί, και ουκ
ολίγαι γυναίκες, ελθούσαι προς τέρψιν. Οποίος τότε παλμός
διέσεισε τα στήθη σου, όταν μεταξύ αυτών ανεγνώρισες υπό
κοκκίνην ομβρέλλαν την περικαλλή μορφήν της Πολυμνίας! Είχεν
επιστρέψει από το ταξείδιον χωρίς να το μάθης. Ο
Χριστοδουλής, όστις επήγε με την βάρκαν εις το ατμόπλοιον,
την είχεν ιδεί, αλλά δεν σου το είπε. Και όμως ησθάνθης εις
τα ενδόμυχά σου κρυφόν και ανεξομολόγητον ευτυχίας αίσθημα,
όταν την επανείδες!
Εν τούτοις το παλάμισμα είχε συμπληρωθή, τα βάζια ήσαν όλα
καρφωμένα, η σκάρα με τα βουβά, λίπος αλειμμένα, ήτο
στρωμμένη προ πολλού. Ο πρωτομάστορης με τον βαρειόν έκαμε
τους νενομισμένους τρεις σταυρούς εις το πηδάλιον και έδωκε
τον πρώτον κτύπον της ωθήσεως εις το πελώριον σκάφος.
Συγχρόνως έπεσαν εν ακαρεί τα κοντοστύλια όλα. Η καπετάνισσα,
ωραία μελαγχροινή, μικρόσωμος, φορέσασα, ως νέα ακόμη, διά
την περίστασιν πλήρη την νυμφικήν στολήν της, με το λευκόν
αναφές και αιθερόπλαστον αλέμι, την χρυσοκέντητον σκούφιαν,
εικονίζουσαν γάστραν με άνθη και κλώνας, το βελούδινον
βαβουκλί με τα χρυσοΰφαντα προμάνικα ανασηκωμένα, την
βυσσινόχρουν ολομέταξον και χρυσοκέντητον τραχηλιάν, την
ζώνην με τ' αργυρά και μαλαμοκαπνισμένα τσαπράκια, το
φουστάνι το χαρένιο με το ολόχρυσον ποδογύρι, τρεις σπιθαμαίς
πλατύ, κρατούσα μέγαν επάργυρον δίσκον διά της αριστεράς,
περιήλθεν ολόγυρα το πλοίον και έρρανε διά της δεξιάς, με
κοφέτα και με ορύζιον, την πρώραν, την πρύμνην, την τρόπιν
και τας πλευράς του σκάφους. Οι ναύται, οι ναυπηγοί και
πολλοί των θεατών, ως σταφυλαί εις κλήμα, ως μολυβήθραι επί
σαγήνης αλιευτικής επιάσθησαν από το παλάγκον και ήρχισαν να
σύρωσι τον χονδρόν κάλων νεύοντες όλοι προς την θάλασσαν,
επαναλαμβάνοντες εν ρυθμώ το κέλευσμα: «Ε! γιάσα λέσσα! Ε!
γιούργια!» Εν τούτοις, είτε διότι το έδαφος, εφ' ου είχε
σκαρωθή το πλοίον, δεν ήτο αρκετά κατωφερές, είτε διά την
ατέλειαν των κινητηρίων μέσων, το σκάφος εστέναζε, εστέναζεν
και δεν εκινείτο. Παρήλθαν ολίγα λεπτά, η δύναμις
εδιπλασιάσθη· ο μέγας όγκος εκινήθη ολίγον τι, έως δύο
σπιθαμαίς, το παλάγκον εκόπη από την βίαν του ελκυθμού, η
γούμενα με τους δύο μακαράδες έμεινεν άπρακτος περί την
πρύμνην, οι ημίσεις των ανθρώπων δυσμόθεν του σκάφους έπεσαν
εις την άμμον προς το μέρος της θαλάσσης και οι άλλοι ημίσεις
έμειναν με το παλάγκον εις τας χείρας προς το μέρος της
λίμνης, καγχασμοί και γογγυσμοί των πεσόντων, ών τινες
εμωλωπίσθησαν ελαφρώς εις τον δεξιόν βραχίονα ή την πλευράν,
ο πλοίαρχος κάθιδρως, ηλιοκαής, αξιολύπητος, εστενοχωρείτο
φοβερά, και ο καπετάν-Δημήτρης ο Κασανδριανός, όστις με το
τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμμέν, με το τσόχινο
πανωβράκι του, με τα υψηλά μέχρι του γόνατος υποδήματά του,
τα οποία ηγάπα να φορή χειμώνα και θέρος, είχεν έλθει να
πρωτοστατήση εις την καθέλκυσιν του σκάφους και δεν είχε
παύσει από πρωίας να δίδη οδηγίας και συμβουλάς, ιδών το
ατύχημα εστέναξε και βραδύγλωσσος επεφώνησε·
— Πφου! σκ'ληκομυρμηγκότρυπα!
Εν τω μεταξύ είχαν αμματίσει το παλάγκον, και πάλιν νέα
προσπάθεια κατεβλήθη. Αλλά δεν παρήλθον ολίγα λεπτά και το
παλάγκον εκόπη εις άλλο μέρος, όχι εκεί όπου το είχαν αρτίως
αμματίσει. Έφεραν νέον παλάγκον, ενώ ο πλοίαρχος, μη ευκαιρών
να σπογγίση τον ιδρώτα του προσώπου του, δεν ηδυνήθη να μη
ενθυμηθή την στιγμήν εκείνην την ακούσιον εκείνην αράν:
«&Καλό μπλέξιμο!&», και βεβαίως, αν είχεν εμπρός του, αυτήν
την φοράν, τον Αλέξανδρον τον Χάραυλον, κακό μπλέξιμο θα είχε
μαζί του. Ο δε καπετάν-Δημήτρης, με το τσιμπούκι του,
ιστάμενος παρά την καλύβην του γύφτου, κάτωθεν της πρύμνης,
επανελάμβανε·
— Πφου! σκ'ληκομυρμηγκότρυπα! . . .
Οι δύο ιερείς, πρώην ναυτικοί, οίτινες είχαν αναρρίψει τα
επιτραχήλια επί τον δεξιόν ώμον, και είχαν αναβή ελαφροί εις
το κατάστρωμα, τελέσαντες τον αγιασμόν επλησίασαν εις την
κωπαστήν και έβλεπαν τα συμβαίνοντα, διότι καταρριφθείσης ήδη
και της προχείρου κλίμακος έμελλον να μείνωσιν επί του
πλοίου, και δεν θα κατέβαιναν πριν πέση το πλοίον εις την
θάλασσαν, και δυνηθώσι να κατέλθωσι με τας ιεράς εικόνας εις
την βάρκαν. Πλήθος δε από αθερίνες — παιδία οκταετή και
δεκαετή — έτρεχαν εμπρός και οπίσω επί του καταστρώματος,
βοηθούντα διά του μέσου τούτου εις την καθέλκυσιν του πλοίου.
Τέλος, μετά πολλούς αγώνας και τη εφαρμογή πολλών
θεραπευτικών μέσων, το μέγα πλοίον αργά — αργά, ως καμαρωμένη
νύμφη έπεσεν εις την θάλασσαν. Μέγας τότε ο αλαλαγμός
γυναικών σταυροκοπουμένων, παιδίων σκιρτώντων, ανδρών
τρεχόντων οπίσω της πρύμνης, ως να ήθελον διά του δρόμου
τούτου να εκπτοήσωσι και να πειθαναγκάσωσι το πλοίον να πέση
εις την θάλασσαν. Και ο μέγας καραβόσκυλος, ο Τσούρμος,
τρέχων και αυτός όσον του επέτρεπεν η άκρα έντασις της
αλύσεώς του, εγαύγιζε μανιωδώς προπέμπων το πλοίον, εφ' ου
εντός της ημέρας έμελλε να μεταφερθή. Και ενώ όλοι έτρεχαν
προς την θάλασσαν κατόπιν του ολισθαίνοντος και καταφερομένου
διά της εσχάρας σκάφους, είς μόνος εστράφη αίφνης, κρατών τον
βαρειόν του, και έτρεξε προς την αντίθετον διεύθυνσιν, προς
την ξηράν, ως διά να κρυβή εις την καλύβην του πλοιάρχου, την
χρησιμεύουσαν ως αποθήκην και διά τον ύπνον του νυχτερινού
φύλακος. Ο τρέχων ούτος ήτο αυτός ο πρωτομάστορης, και
έτρεχεν ουχί δι' άλλον λόγον, ή διά να μη συμμερισθή το
λουτρόν του πλοιάρχου, το οποίον τινές εζήτουν κατ' έθος να
επεκτείνωσι και εις αυτόν. Ηκούσθη δε τότε αίφνης μεγάλη
φωνή, δεσπόσασα όλου του παμμιγούς θορύβου·
— Τον καπετάνιο στο γιαλό!
Η φωνή αύτη εξήλθεν εκ πολλών στομάτων συγχρόνως. Ο καπετάν-
Γιωργάκης ενδίδων εις την απαίτησιν του πλήθους, απορρίψας τα
ελαφρά υποδήματά του, έτρεξεν επί της σκάρας πατών επί των
ονύχων, όπισθεν της πρύμνης, και την στιγμήν, καθ' ην η
πρύμνη απηλλάσσετο τέλος της εσχάρας και το σκάφος, φέρον
υπερήφανον την κυανόλευκον επί κονταρίου μετ' ερυθρού
σταυρού, εβαπτίζετο το πρώτον εις το κύμα, ερρίφθη με όλα τα
ενδύματά του κατά κεφαλής εις την θάλασσαν, βυθισθείς πρώτον,
είτα ευθύς ανελθών εις την επιφάνειαν, και αφού εκολύμβησε
δύο ή τρεις γύραις, επέστρεψεν εις τα ρηχά, επάτησεν εις την
άμμον, απέβη εις την ξηράν, και υπό τους αλαλαγμούς του
πλήθους έτρεξεν εις την καλύβην, όπου εις την στιγμήν ήλλαξε
τα βρεγμένα αμπαδίτικα κ' εφόρεσε τα κυριακάτικα.
Εις όλα ταύτα ήσο παρών, φίλε, και όλα σχεδόν δεν τα έβλεπες.
Η καρδία σου, η φαντασία σου, οι οφθαλμοί σου ήσαν
προσκεκολλημένα εις εκείνην, ήτις εφόρει τότε λινομέταξην
θερινήν εσθήτα κ' εσκιάζετο από το κόκκινον παρασόλι. Μόνον
οι αλαλαγμοί του πλήθους σε απέσπασαν από της βυθίας θεωρίας
σου, όταν το πλοίον είχε πέσει εις την θάλασσαν και ο
πλοίαρχος έγινεν υποβρύχιος κατόπιν αυτού. Αλλ' άπαξ
εξύπνησας, είδες, φευ! καί τι άλλο, το οποίον πολλοί των
παρεστώτων δεν παρετήρησαν. Κατόπιν του πλοιάρχου, τρέξας
μετ' αλλοκότου ενθουσιασμού, ρήξας κραυγήν ηδονής και
θριάμβου ερρίφθη εις την θάλασσαν νέος τις, μόλις
δεκαπενταετής. Ήτο ο Κ'στοδουλής, ο παιδικός φίλος σου. Πόθεν
άρα ωρμήθη να το κάμη; Ίσως διότι ήλπιζε διά της εθελοθυσίας
ταύτης, της προσφερόμενης εις την φειδωλήν Μοίραν, ν' αξιωθή
να γείνη και αυτός πλοίαρχος μίαν ημέραν; ίσως και απλώς διά
να τον ιδή η Πολύμνια; Ούτε το έν, ούτε το άλλο. Ο
Χριστοδουλής είχεν έλθει, ολίγον αργά εις το ναυπηγείον, όταν
είχεν αφαιρεθή η σανίς η χρησιμεύουσα ως κλίμαξ και αι
αντηρίδες είχαν ήδη υποσκαφή. Ησθάνετο δε ακατανίκητον
επιθυμίαν ν' αναβή εις το καράβι.. Τι να κάμη; Δις και τρις
εδοκίμασε να προσκολληθή πότε εις έν πότε εις άλλο
κοντοστύλι, ας ήτο και η βάσις των επισφαλής, και ν'
αναρριχηθή τολμηρώς έως την κωπαστήν του καραβιού. Δις και
τρις τον είδαν, πότε ο πρωτομάστορης, πότε είς των μαραγκών,
και μετ' αυστηρότητος τον εμπόδισαν. Τότε τι να κάμη και
αυτός; αφού δεν ηξιώθη ν' αναβή εγκαίρως εις το πλοίον,
επαρηγορήθη ριφθείς εις την θάλασσαν, και ακολουθήσας το
σκάφος εις τον δρόμον του. Εν τούτοις συ ησθάνθης πικρόν
νυγμόν ζηλοτυπίας. Η καρδία σου επληγώθη από το παιδαριώδες
τούτο κατόρθωμα. Πτωχός Χριστοδουλής! Τι του είχεν έλθει; Και
ούτε εξήλθεν εις την ξηράν διά ν' αλλάξη, όπου άλλως δεν θα
εύρισκεν ενδύματα, αλλ' ηκολούθησε κολυμβών το απομακρυνθέν
πλοίον, με το υποκάμισον και την περισκελίδα φουσκωμένα ως
πανία βάρκας, υπεράνω της επιφανείας της θαλάσσης, είτα δε
ανελθών εις λέμβον, εζήτησε διά νευμάτων από τους επί του
πλοίου θριαμβευτικώς αλαλάζοντας παίδας να του ρίψωσιν
ενδύματα· μικρός μούτσος ευσπλαγχνισθείς, του έρριψεν
υποκάμισον και περισκελίδα ιδικά του, και ο Χριστοδουλής,
αφού ήλλαξε, προσεκολλήθη εις μίαν των πλευρών, και πιασθείς
από σχοινίον, ανήλθε θριαμβεύων εις το υψηλόν και
ανερμάτιστον σκάφος.
Το πλήθος εις το ναυπηγείον συνωθείτο τώρα περί την καλύβην
του πλοιάρχου όπου η μεγαλοπρεπώς στολισμένη καπετάνισσα μετά
προθυμίας και αβρότητος προσέφερεν εις όλους γλυκίσματα και
ποτά. Αλλά συ ησθάνεσο τόσην πικρίαν εις τον ουρανίσκον, ως
να είχεν αναβή η χολή σου όλη κ' εχύθη προώρως εις το στόμα
σου. Κ' επιστρέφουσαν εις την πόλιν ηκολούθησες μακρόθεν την
Πολύμνιαν, την οποίαν είχες ιδεί μειδιώσαν προς την τρέλλαν
του παιδικού σου φίλου, και την είχες ακούσει ψιθυρίζουσαν:
«Τι παράξενο παιδί, αυτός ο Χριστοδουλής!»
Δεν ήτο αύτη η μόνη φορά, καθ' ην ο Χριστοδουλής ερρίφθη εις
το ύδωρ με όλα τα ενδύματά του προ των οφθαλμών της Πολυμνίας
ή και χάριν αυτής. Ολίγας ημέρας ύστερον, μίαν Κυριακήν περί
τα τέλη Αυγούστου, ο Παρρήσης ο καλλιεργητής του σικυώνος,
καλόκαρδος, άφροντις, μελαψός, με μακράν την φούνταν του
φεσιού, κρεμαμένην επί του ώμου, και ο Λούκας ο εκμισθωτής
της λίμνης, υψηλόκορμος, με μακρά σκέλη, με λινόχρουν τον
μακρόν πέραν των ώτων μύστακα με αστακού βρασμένου τον χρώτα
του προσώπου, είχαν καθίσει, καθώς πολύ συχνά το εσυνήθιζαν,
«να το κλάψουν» ολίγον παρά το χείλος της λίμνης, υπό την
δροσεράν αναδενδράδα, έξωθεν της καλύβης των. Ο ήλιος έκλινε
προς την δύσιν, και από μιας ώρας ήδη είχον δώσει και λάβει
εναλλάξ πολλούς αδελφικούς ασπασμούς εις τα χείλη της
φλάσκας, ήτις ήτο τετραόκαδος και είχε κομισθή αρτίως εκ της
πολίχνης πλήρης μοσχάτου. Ο πιστός φίλος των, ο Αργύρης, ο
συνιδιοκτήτης του ανεμομύλου, τους είχεν επισκεφθή προ μικρού
με τα αστεία του, και εις μεν τον Λούκαν είχε προσφέρει
τσιγάρον μετά πυρίτιδος, όπερ ανάψας εκείνος έκαυσεν ολίγον
διά της εκρήξεως τον πυρρόν μύστακά του, και ατάραχος είπε:
«ζαράρ γιοκ!», εις τον Παρρήσην δε είχεν επιδώσει σπασμένην
γκάιδαν, προτρέπων αυτόν «να παίξη κανένα χαβά», αλλ' όσον
και αν ηγωνίζετο πνευστιών ο Παρρήσης, η γκάιδα ουδένα
εξέβαλλε φθόγγον. Τέλος ο Αργύρης είπε: «δε φελάτε τίποτε κ'
οι δυο σας, κρίμα 'ς εσάς, κρίμα 'ς!», και προσποιηθείς
δυσαρέσκειαν απήλθεν. Οι δύο φίλοι έμειναν μόνοι
εξακολουθούντες να εκκενώσι σιγά-σιγά και μεθοδικώς την
φλάσκαν. Είχαν ψήσει εις ανθρακιάν ημίσειαν δωδεκάδα
κεφαλόπουλα και ουκ ολίγα καβούρια, και το μοσχάτον κατέβαινε
μια χαρά κάτω. Είχαν ενθυμηθή παλαιάς ιστορίας, διηγούντο
προς αλλήλους τα παθήματά των, τα οποία δεν είχον τελειωμόν.
Ο Παρρήσης μάλιστα εξαρθείς από της πεζότητος ετραγούδει κατά
προτίμησιν «μερακλίδικα» τραγούδια, οίον τον στίχον:
Σαν κλήμα με κλαδεύουνε και κλαδεμούς δεν έχω.
Έλεγαν δε προς αλλήλους: «Θυμάσαι, καρδάσ', τούτο; θυμάσαι,
γιολδάσ', αυτό;» Όταν είνε τις με τον άριστον φίλον του εις
ωραίαν εξοχήν, συμπαραστατούσης και φλάσκας με μοσχάτον,
λησμονεί τα πάντα, και οι δύο άνδρες ουδ' υπώπτευον ότι τους
έβλεπέ τις, όπερ άλλως τους ήτο αδιάφορον. Αλλ' όπισθεν των
καλαμώνων, επί της αντιπέραν όχθης, ήμισυ μίλιον μακράν, ήτο
χωμένος από δύο ωρών αφανής, ο παιδικός φίλος σου ο
Χριστοδουλής. Τι εζήτει εκεί; Κατά πάσαν πιθανότητα
παρεμόνευε πότε θ' απεμακρύνοντο προς στιγμήν από της όχθης ο
Παρρήσης και ο Λουκάς, διά να χωθή γοργά εις την λίμνην και
κλέψη ο πονηρός κανένα έγχελυν ή κεφαλόπουλά τινα και ολίγα
καβούρια. Αλλά μάτην επερίμενε, και ήδη είχεν αποφασίσει,
αναγνωρίσας μακρόθεν την τσότραν και ελπίζων ότι οι δύο φίλοι
εν τη ευθυμία των δεν θα τον έβλεπον, να επιχειρήση το
τόλμημα και απέναντι αυτών. Αλλά την στιγμήν εκείνην
απροσδόκητον συμβάν είλκυσε την προσοχήν του.
Ήγγιζεν ο ήλιος εις την δύσιν, όταν εις την καλύβην, έξωθεν
της οποίας εκάθηντο οι δύο συμπόται, επλησίασε γυνή τις
συνοδευομένη υπό μειρακίου. Εφόρει λευκήν εσθήτα κ' εκράτει
κόκκινον παρασόλι, και ο Χριστοδουλής με όλην την απόστασιν
την ανεγνώρισεν ευθύς. Ήτο η Πολύμνια μετά του αδελφού της
του Νίκου. Οι δύο άνδρες εσηκώθησαν ευθύς, και εκ των
νευμάτων και υποκλίσεών των ενόησεν ο Χριστοδουλής, χωμένος
μέσα εις της καλαμιαίς, ότι την επεριποιούντο και ήσαν
πρόθυμοι εις τους ορισμούς της. Ολίγαι παρήλθον στιγμαί, και
βλέπει την Πολύμνιαν να πηδήση και να επιβή εις την μικράν
φελούκαν, είδος σκάφης, μ' επίπεδον το κύτος, χωρίς καρίναν,
ήτις ήτο δεμένη εις το χείλος της λίμνης, ου μακράν της
καλύβης, και ης επιβαίνων ο Λούκας εθήρευεν ανά την λίμνην
τας εγχέλεις και τα κεφαλόπουλα. Κατόπιν της νεάνιδος, ο
μικρός αδελφός της λύσας την μπαρούμαν, επέβη, και λαβών το
κοντάριον ήρχισε να &αβαράρη& εις τον βυθόν της αβαθούς
λίμνης. Ο Χριστοδουλής εσυμπέρανεν ορθώς ότι της Πολυμνίας,
θα της είχεν έλθει η φαντασία να κάμη μίαν φοράν με την
φελούκαν περίπατον επί της λίμνης, και ο Λούκας ευδιάθετος
ευρεθείς, της έδωκε την άδειαν.
Η μικρά σκάφη απεμακρύνθη προς το κέντρον της λίμνης· οι δύο
άνδρες καθίσαντες εκ νέου ησχολούντο ν' αποτελειώσουν την
φλάσκαν, και ο Χριστοδουλής κρυμμένος εις τους καλαμώνας,
έβλεπε θαυμάζων, όπως θα εθαύμαζες συ, το χαριέστατον
σύμπλεγμα της νεάνιδος και του μικρού αδελφού της,
εξακολουθούντος με όλην του την δύναμιν διά του κονταρίου ν'
αντωθή τον πυθμένα. Η Πολύμνια εφαίνετο ακτινοβολούσα εκ
χαράς. Ο περίπατος ούτος την ηύφραινε, την κατεγοήτευεν, ως
τα αθύρματα τας τριετείς κορασίδας, ενώ ο αδελφός της
εφαίνετο αισθανόμενος ίσην χαράν με τα επταετή παιδία, τα
οποία φεύγοντα το σχολείον, με τον &φύλακα& ανηρτημένον υπό
την μασχάλην, ευρίσκουσιν άφατον την ηδονήν να τρέχουν εις
της ακρογιαλιαίς και εις τους βάλτους, και να &καραβίζουν& με
σμικρότατα κομψά καραβάκια, τα οποία οι επιδεξιώτεροι μεταξύ
των κατασκευάζουσιν. Ο Χριστοδουλής ελησμόνησε τα χέλια, το
καβουράκια και τα κεφαλόπουλα, τα οποία διενοείτο να κλέψη,
και δεν εχόρταινε να βλέπη την παιδικήν εκείνην επί της
λίμνης περιπλάνησιν. Αλλά δεν του διέφυγε και η &ατζαμωσύνη&
του Νίκου, όστις δεν είξευρε ν' &αβαράρη& κανονικά, καθώς
έπρεπε, και χωμένος μέσα εις τους καλαμώνας ο παιδικός φίλος
σου εστέναζε κ' έλεγε: «Α! να ήμουν εγώ»!. . .»
Εκεί, εις μίαν στιγμήν, καθώς &αβαράριζεν& αδεξίως ο Νίκος, η
φελούκα περιεπλάκη εις συστάδα λιμναίων χόρτων υψηλών, σχεδόν
έως την επιφάνειαν, και ο Νίκος έκαμνεν, έκαμνε ν' αβαράρη,
και όσον αβαράριζε τόσον χειρότερον περιεπλέκετο η φελούκα,
και το κοντάριον δεν εύρισκε πλέον πυθμένα, και τέλος το
κοντάριον περιεπλάκη και αυτό εις τα πολύκλαδα, αδρά, μέλανα
εκείνα χόρτα, και ο Νίκος εις μάτην επάσχιζε ν' απαλλάξη
εκείθεν το κοντάριον, και όσον ετράβα ο Νίκος, τόσον το
κοντάριον έφευγεν από τας χείρας του, εωσού έπεσεν από τους
ασθενείς δακτύλους, και το μισόν ήτο εμπλεγμένον κάτω, το
μισόν έπλεεν εις την επιφάνειαν.
Η Πολύμνια εγερθείσα με προφύλαξιν έκυψε διά να ίδη πού επήγε
το κοντάριον από την αυτήν πλευράν της φελούκας, προς ην
ίστατο και ο Νίκος, αλλά τότε η φελούκα έγειρε μονόπλευρα,
και παρ' ολίγον ανετρέπετο. Εννοήσασα τον κίνδυνον η
Πολύμνια, και μη επιθυμούσα να κάμη ακούσιον λουτρόν μέσα εις
τα λιμναία χόρτα, ανεκάθισε ταχεία παρά την πρύμνην, και
πάλιν υπεγερθείσα, ύψωσε το λευκόν μανδήλιόν της προς τους
δύο συμπότας της μικρός καλύβης και συγχρόνως ήρχισε να
φωνάζη·
— Ε! μπάρμπα-Λούκα!
Αλλ' έως να πάρη είδησιν ο Λούκας και αποφασίση να έλθη εις
βοήθειαν (όπερ άλλως θα ήτο δύσκολον, διότι το έδαφος του
πυθμένος ήτο πανταχού βαλτώδες και πας ο επιβαίνων εις το
ύδωρ θα εχώνετο μέχρι του γόνατος εις ιλύν, το αβαθές δε του
ύδατος δεν επέτρεπε να κολυμβήση μέγα σώμα, οίον το ίδιόν
του), θα ενύκτωνε χωρίς να κατορθωθή τίποτε. Αλλ' ο
Χριστοδουλής ευτυχώς, ο παιδικός φίλος σου, ήτο πολύ σιμώτερα
εις την φελούκαν, από εκεί όπου ήτο χωμένος, μέσα εις τους
καλαμώνας. Χωρίς να διστάση, με το υποκάμισον και την
περισκελίδα, τα οποία απετέλουν πάντοτε όλην την ενδυμασίαν
του, εκπηδήσας από τον καλαμώνα απροσδοκήτως, θαυμασίως, ως
τελευταίον απομεινάριον αρχαίας θεότητος, λιμναίας και
υδροβίου, άγνωστον και νοθογενές, λησμονημένον από δεκαεννέα
αιώνων, διαιτώμενον εκεί εις τους καλαμώνας, διαφυγόν την
προσοχήν του χριστιανικού κόσμου, ερρίφθη κολυμβών εις την
λίμνην. Και με δέκα ειρεσίας των χειρών, με άλλα τόσα
λακτίσματα των ποδών, με την κοιλίαν θίγουσαν κάποτε εις τους
βάλτους, έφθασεν εις το μέρος όπου είχεν εμπλακή η βάρκα,
ανεπήδησε στιβαρώς επί την δεξιάν πλευράν, έδραξε την πρώραν
της σκάφης, και με απίστευτον διά την ηλικίαν του ρώμην, την
ανεσήκωσε και την απήλλαξεν από του εμποδίου των υψηλών
χόρτων. Είτα εξέπλεξε και το κοντάρι από το μέρος, όπου είχεν
εμπλακή, και είπεν εις τον Νίκον·
— Να, πώς ν' αβαράρης!
Και του έδειξεν εμπράκτως τον τρόπον, ρίψας αυτώ το
κοντάριον. Είτα ώθησε την φελούκαν από της πρύμνης,
απομακρύνας αυτήν των λιμναίων χόρτων, ως και των ρηχών, ενώ
η Πολυμνία τον εκύτταζε μειδιώσα και άκουσα τον εθαύμαζεν
υποψιθυρίζουσα·
— Τι παράξενο παιδί!
Και τους κατευώδωσε προς το μέρος της καλύβης, όπου οι δύο
συμπόται είχαν σηκωθή έκπληκτοι, μη εννοούντες τι συνέβαινε,
και ο Λούκας φανταζόμενος την λίμνην ως θάλασσαν, έλεγε·
— Κανένα δελφίνι θα έπεσε κοντά στη βάρκα.
— Φθάνει να μην είνε κανένα σκυλόψαρο, και σου αφανίση τα
κεφολόπ'λα, καρδάσ', είπεν ο Παρρήσης.
Ο Χριστοδουλής επέστρεψεν εις τον καλαμώνα του, όπου ο
μπάρμπα-Κωνσταντής, αιωνία η μνήμη του, ο Μιτζέλος, από του
λευκού του οικίσκου του γειτονεύοντος με τον καλαμώνα, είχεν
ιδεί το συμβεβηκός, και καλέσας τον νέον, όστις γυμνωθείς
προσεπάθει να στεγνώση τα ενδύματά του επί βράχου καίοντος
ακόμη από το καύμα του άρτι δύσαντος ηλίου, του έδωκεν αυτός
ενδύματα να φορέση. Και ο μπάρμπα-Γιωργός, Θεός χωρέσ' τον, ο
Κοψιδάκης, όστις ευρίσκετο εκεί πλησίον με τας ολίγας αμνάδας
του, του έδωκε «μιαν ευχή» και του είπεν ότι θα έχη «μεγάλον
μισθό», χωρίς να υποπτεύση ότι αυτός ήτο νοθογενές απότοκον
λησμονημένης θεότητος. Και ο Λούκας μαθών εκ στόματος της
Πολυμνίας το μικρόν συμβεβηκός, κρατών εις χείρας την
φλάσκαν, με τας απομεινάσας ολίγας σταγόνας μοσχάτου, έκραζεν
από της αντίπεραν όχθης·
— Στην υγειά σ', Κ'στοδουλή!
Προς τι να χάνη τις την φιλίαν των φίλων του; Μη τυχόν η
Πολύμνια ήτο διά σε ή δι' εκείνον; Παιδίον! Αυτή ήτο
μεγαλειτέρα την ηλικίαν και των δύο σας. Αλλά πώς δύναταί τις
να γείνη ανήρ χωρίς ν' αγαπήση δεκάκις τουλάχιστον και
δεκάκις ν' απατηθή;
Τώρα η Πολύμνια απέθανεν ή υπανδρεύθη; Αγνοώ· ίσως και συ
επίσης. Και ο Χριστοδουλής; Έγινε ναυτικός περίφημος, αλλ'
από ετών δεν ήκουσέ τις περί αυτού. Ίσως να επήγεν εις την
Αμερικήν καθώς τόσοι άλλοι. Και συ; Φιλοσοφείς, ως εγώ, και
ουδέν πράττεις.
ΤΟ ΕΝΙΑΥΣΙΟΝ ΘΥΜΑ
Εμβαρκάρισαν και οι τρεις, από την παλαιάν ξυλίνην
θαλασσοφαγωμένην αποβάθραν, κάτω από το κυματόπληκτον σπιτάκι
της Μορφούλαινας, ο Καλούμπας, ο Νειόγαμπρος κι' ο
Μπαμπούκος. Το παλαιόν θαλασσόπληκτον σπιτάκι είχε δοθή ένα
καιρόν ως προιξ εις την Μορφούλαιναν, ακολούθως είχε μεταβή
ως κληρονομία εις την θυγατέρα της και τέλος είχε δοθή εις
την θυγατέρα της θυγατρός της.
Μίαν Κυριακήν, περί τα μέσα Νοεμβρίου, είχε τελεσθή ο γάμος.
Όλη η γειτονιά και άλλοι καλεσμένοι είχον διασκεδάσει
ολονυχτίς με άσματα και χορούς και με βιολιά και λαγούτα. Και
μίαν Δευτέραν, φθίνοντος Δεκεμβρίου, κάτω από το παλαιόν
σπιτάκι, από την σκάλαν την θαλασσοφαγωμένην από τα γρίφφια
και τας πέτρας τας τραχείας και παραμερισμένας, εμβήκαν εις
την φελούκαν ο Νειόγαμπρος και ο Μπαμπούκος, διά να υπάγουν
προς αλιείαν.
Ο Καλούμπας ήτον ο εξακουστός «ψαράς με το ένα χέρι» — το
άλλο του το είχε φάγει η δυναμίτις — όπου ηλίευε τους
περιφήμους ορφούς, από 5 έως 12 οκάδων το βάρος, τους οποίους
έδενεν ως βώδια από την πρύμνην της βάρκας, και τους έσυρεν
εις το κύμα ζωντανούς, με το τεράστιον άγκιστρον εις το
ρύγχος, ετοίμους προς σφαγήν άμα δύο ή τρεις αγορασταί
προσήρχοντο. Ο Μπαμπούκος ήτον γηραιός θαλασσινός, ο οποίος
επί σαράντα χρόνους είχε γυρίσει όλην την Μαύρην και την
Άσπρην θάλασσαν, την Μεσόγειον και μέρος του Ωκεανού, ως
λοστρόμος με τα καράβια. Είτα είχε ζητήσει να λάβη σύνταξιν,
αλλά τα «χαρτιά του δεν ήσαν καλά», του είπαν. Τώρα επήγαινεν
ως σύντροφος με μισό μερίδιον, με τας λέμβους τας αλιευτικάς
και πορθμητικάς.
Ο Νειόγαμπρος είχε στεφανωθή την προ πέντε εβδομάδων
Κυριακήν, και ο γάμος δεν είχε σαραντήσει ακόμα.
Επί δύο ώρας ο Καλούμπας και ο Νειόγαμπρος επερίμεναν τον
Μπαμπούκον πότε να έλθη διά να λύσουν την μπαρούμαν καί
αποπλεύσουν. Επί δύο ώρας ο Μπομπούκος έτρεχεν από βράχον εις
βράχον, από μονοπάτι εις κρημνόν, κυνηγών τον υιόν του τον
Πάπον. Οι άλλοι δύο υιοί του γέρο-Μπαμπούκου έλειπαν. Ο
ένας εταξείδευε με τα καράβια, ο άλλος υπηρέτει εις τα
βασιλικά.
Εκ των θυγατέρων του, άλλη είχεν αποθάνει, άλλη υπανδρεύθη
εις τα ξένα, άλλη ευρίσκετο εις ξένον σπίτι. Βάκτρον του
γήρατός του, διά να υποβαστάζη τα ρευματισμένα γόνατά του, ο
γέρων θαλασσινός δεν είχε παρά τον υιόν του τον Παναγιώτην,
παιδίον δώδεκα ετών, τον οποίον είχε παρονοματίσει με
γενναίαν θωπείαν «Πάπον της» η μακαρίτισσα η Αργυρώ, η
σύζυγος του Μπαμπούκου.
Αλλ' ο Πάπος του έφευγεν. Επηδούσεν από βράχον εις βράχον,
από ακρογιαλιάν εις ακρογιαλιάν. Αγαπούσε πολύ να τρέχη, να
χαζεύη και να μην υπακούη. Όταν δεν ευρίσκετο εις τους
αιγιαλούς, κυνηγών καβούρια εις τα θαλάμια ή μικρά χταποδάκια
εν καιρώ γαλήνης εις τα ρηχά, έτρεχεν εις τα Κοτρώνια, άνωθεν
της συνοικίας, επί του βραχώδους λόφου, όπου ήτο κτισμένον,
σιμά εις τον ναΐσκον του αγίου Νικολάου, υψηλά εν απόπτω, το
σπιτάκι των. Εκυνηγούσε τας φωλεάς. Δεν άφηνε μικράν
κουκουβάγιαν να μεγαλώση, διά να μη λαλούν την νύκτα απαισίως
εις τους βράχους. Αν έπεφτε μικρός γλάρος εις τα χέρια του,
του έκοφτε τα φτερά, κ' εζητούσε να μάθη απ' αυτόν την
τέχνην, πως να καταπίνη, χωρίς να μασσά τα μικρά γλυκά, όσα
κατώρθωνε να κλέπτη από τον Βασίλην τον Καραμελάν.
Η θαλασσία εκδρομή έμελλε να διαρκέση 48 ώρας ή το πολύ τρεις
ημέρας. Ο Μπαμπούκος δεν ήθελε ν' αφήση τον υιόν του να
«ξεμπουρδαλιάζη» και εζήτει να τον πάρη μαζί. Αλλ' ο Πάπος
αγαπούσε, ναι, της βάρκες, αγαπούσε και την θάλασσαν, αλλά
δεν έστεργε την πειθαρχίαν. Η βάρκα εκείνη, επί της οποίας θα
έπλεε με δύο άλλους ακόμη ο πατήρ του, θα ήτο πλωτή φυλακή
δι' αυτόν. Και άμα εμυρίσθη, ότι ο πατήρ του εσκέπτετο να τον
πάρη μαζί, εφρόντισε να γείνη άφαντος.
Ο γέρων τον εκυνήγησε. Μίαν η δύο φοράς είδε τον «διακαμό»
του, τον φεύγοντα ίσκιον του όπισθεν των βράχων. Ο Πάπος
είξευρε πολλά «κατσαμάκια», ήτοι ελικοειδείς κινήσεις και τα
ποδάρια του «τον άκουαν». Δεν έπασχεν από ρευματισμούς. Ο
γέρο-Μπαμπούκος πού να τον φθάση!
Τέλος, λαχανιασμένος, ξεγλωσσασμένος, επέστρεψεν ο Μπαμπούκος
άπρακτος, πλησίον των δύο συντρόφων του, οι οποίοι
ανυπομόνουν.
— Μα έλα δα! έκραξε προς αυτόν ο Καλούμπας, άμα τον είδε να
έρχεται χωρίς τον υιόν του. Έλα, κι' ας κουρεύεται!
— Καλλίτερα, λείπει κι' ο μπελάς του, παρετήρησεν ο
Νειόγαμπρος.
Ο γέρων θαλασσινός έκυψεν, έλυσε την μπαρούμαν, κ' επήδησε
στη βάρκα. Ομοίως και οι άλλοι δύο.
— Μου έβγαλε την ψυχή ανάποδα, το διαολόσκυλλο, είπεν ο·
Μπαμπούκος, να τρέχω να τον κυνηγώ.
Ήτον πράγματι πολύ ωργισμένος. Άμα εμβήκεν εις την βάρκαν,
εξέχασε να κάμη τον σταυρόν του, μόνον είπεν αυτομάτως, χωρίς
να σκεφθή·
Καλό πνίξιμο, παιδιά.
Ο Καλούμπας εκάγχασεν· ο Νειόγαμπρος εσιώπησεν. Η Νειόνυφη, η
σύζυγός του, ήτις τους εκύτταζεν από το παράθυρον, ήκουσε τον
απαίσιον αστεϊσμόν, το λευκόν μέτωπόν της συνεφρυώθη, και
στεναγμός εφούσκωσε το εύκολπον στήθος της.
— Αστοχιά στο λόγο σου, εψιθύρισε.
Της ήλθε τότε η παράξενος ιδέα να φωνάξη οπίσω τον σύζυγόν
της, να τον κρατήση, να μη τον αφήση να υπάγη. Αλλ' η τόλμη
της έλειπεν και θάρρος αρκετόν δεν είχεν αποκτήσει. Είξευρεν
ότι εκείνος θα την εσκώπτεν ίσως και ποτέ δεν θα επείθετο.
Μόνον όταν απεμακρύνθη η βάρκα, της ήλθον εις την μνήμην
άλλαι τινές περιστάσεις και οι φόβοι της κατέστησαν
τυραννικοί. Ο γαμπρός αυτός, με τον οποίον προ πέντε
εβδομάδων είχε στεφανωθή, ήτο «ταβατζίδικος», ήτοι
διαφιλονεικούμενος, βλασφημημένος, είχεν άλλον αρραβώνα, τον
οποίον διέλυσε προ μικρού, εις την γειτονεύουσαν νήσον,
οπόθεν κατήγετο. Της έλεγαν ότι η πρώην πενθερά του είξευρε
μάγια, ότι θα τον εμάγευε και θα τους έκαμνε κακόν. Πού
είξευρε κι' αυτή η κακομοίρα; Αυτόν της έδωκαν, αυτόν επήρε.
Αλλά και τα χρυσοκέντητα ρούχα, τα νυφιάτικα, τα οποία είχε
φορέσει διά να στεφανωθή, κι' αυτά επίσης ήσαν βλασφημημένα.
Οι γονείς της τής τα είχαν αγοράσει έτοιμα από μίαν μητέρα,
της οποίας η κόρη είχε κατεβή εις τον τάφον, πριν γείνη νύφη
διά να τα φορέση. Ω, κακοσημαδιά!
Και η Νειόνυφη έκλαυσεν.
Εν τοσούτω η θαλάσσια ηχώ ήκουσε τον απαίσιον αστεϊσμόν του
γέροντος ναύτου, και από κύμα εις κύμα τον μετεβίβασεν όχι
εις την αντίπεραν ακρογιαλιάν, εκεί όπου απλώνονται
φιλοπαίγμονα τα ήμερα γαλανά κύματα, αλλ' εις το κέντρον του
πόντου, όπου ο βυθός ο αμέτρητος, η άβυσσος η τρομακτική,
αλλ' εις την εσχατιάν του πελάγους, παρά τας ακτάς τας
απορρώγας και τιτανείους, όπου δεν υπάρχει αγάπη και έλεος,
αλλά μανία και φρίκη.
Άλλος θεατής της απομακρυνομένης λέμβου, εκτός της Νειόνυφης,
δεν ήτο ειμή η Σειραϊνώ το Κουρτεσάκι. Ευθύς μετ' ολίγον ο
Πάπος, φαγκρίζων και γελών ως προσωπίς αποκρηάτικη,
κάτισχνος, μελαμψός και ηλιοψημένος, ήλθε πλησίον εκεί, άμα η
λέμβος εμακρύνθη ως πενήντα οργυιές, κ' εκύτταζε τους
ναυβάτας,
Καθ' ην στιγμήν άφηναν τα κουπιά και ητοιμάζοντο να κάμουν
πανιά προς το πέλαγος.
— Καλό κατευόδιο, πατέρα μου, είπε.
— Γιατί, παληόπαιδο, δεν πήγες μαζί; τον ηρώτησεν η Σειραϊνώ
το Κουρτεσάκι.
— Για να ρωτάς εσύ, απήντησε θρασύς ο Πάπος.
— Και πού θα ερμοκατιάσης το βράδυ να ψοφολοήσης; Ο πατέρας
θα πήρε μαζί το κλειδί του σπιτιού σας.
— Έρχομαι στο σπίτι σου, θεια-Σειραϊνώ, που έχει τους
τρεις τοίχους και τη μισή σκεπή, απήντησε πανούργως ο μάγκας.
— Αν θέλης, έλα, είπεν η πτωχή γραία.
Η Σειραϊνώ εκουβαλούσε στάμνες στα σπίτια από τα πηγάδια και
τας βρύσεις του χωριού. Ερρόφα ταμβάκον, ήτο συμπαθεστάτη
προς τους πάσχοντας, κ' επαρηγόρει τον γέρο-Γατζίνον και
τον γέρο-Ζουμπωτλήν, διδάσκουσα αυτούς πώς να υποφέρωσι τα
γηρατεία, οίτινες είχον κοινωνικήν υπόστασιν, και είχον υιούς
και θυγατέρας. Κι' αυτή ήτο έρημη και μοναχή εις τον κόσμον.
Είχε χαρίσει το σπιτάκι της, νεόκτιστον, πενιχρόν, εις μίαν
γειτονοπούλαν, προς την οποίαν εσυμπάθησε, χωρίς να γνωρίζη
διατί. Με την δωρεάν ταύτην ως προίκα υπανδρεύθη η πτωχή
γειτονοπούλα. Η Σειραϊνώ είχε ξεχειμωνιάσει δυο χρονιές εις
το μισοχαλασμένον σπίτι της Σκωριανίνας, της μακαρίτισσας. Το
σπίτι είχε πράγματι δύο λιθίνους τοίχους, ένα ξυλότοιχον και
μισήν στέγην, ανοικτόν, χωρίς χώρισμα. Ο τέταρτος τοίχος είχε
καταρρεύσει προ πολλού.
Καθ' όλας τας πιθανότητας, έμελλε κ' εφέτος να ξεχειμωνιάση
εις το ίδιον οίκημα. Εάν η κόρη, την οποίαν είχε προικίσει,
δεν εύρισκε τύχην τόσον γρήγορα να υπανδρευθή, θα είχεν η
Σειραϊνώ καταφύγιον, μένουσα υπό την αυτήν στέγην με εκείνην.
Αλλ' ηθέλησε να κάμη το καλόν σωστόν και την απήλλαξε της
παρουσίας της.
Εις το σπίτι με τους τρεις τοίχους επήγε πράγματι να κοιμηθή
την νύκτα ο Πάπος. Το κενόν το οποίον άφηνεν ο τέταρτος
τοίχος εφράττετο εν μέρει με έν παλαιόν καραβόπανον, το
οποίον της είχε χαρίσει άλλος πάλιν γείτων.
— Κ' εβάσταξε η ψυχή σου, μωρέ, να μην πας με τον πατέρα
σου, που σε ήθελε; είπεν η Σειραϊνώ, άμα ούτος κατεκλίθη
τυλιχθείς εις πάλαιαν τριμμένην βελέντζαν.
Εις απάντησιν ο Πάπος ήρχισε να ροχαλίζη.
Το φεγγάρι είχε «πιασθή χειμωνιάτικο», και όλοι έλεγαν «δίπλα
φεγγάρι, ολόρθος καραβοκύρης». Την πρώτην ημέραν ήτο ευδία,
και την δευτέραν ως το δειλινόν. Προς το βράδυ ο καιρός
εχάλασεν. Απειλητικά σύννεφα είχον σωρευθή προς βορράν και
προς ανατολάς· την νύκτα ο καιρός εχειροτέρευσε πολύ, και
προς το πρωί αγρίεψε. Βροχή, άνεμος, τρικυμία.
Καιρός διά ψάρευμα δεν ήτο πλέον. Η βάρκα δεν εφάνη να
γυρίση. Οι ναυτικοί έλεγον ότι ο άνεμος δεν θα επέτρεπε να
πλησιάσουν οι τρεις αλιείς εις την απέναντι στερεάν, αλλ' ή
θα ευρίσκοντο τρυπωμένοι είς τινα μικράν αγκάλην της ακτής
της νήσου, ή έπρεπε να ερριψοκινδύνευσαν να επαναπλεύσουν εις
τον λιμένα. Πιθανόν να ήσαν εις το πέλαγος. Βεβαίως η βάρκα
θα έπλεε ξυλάρμενη· εντός ολίγου έπρεπε να έλθουν. «Όπου
είνε, θα φανούν».
Την δευτέραν νύκτα ο Πάπος «εκάτιασε» πάλιν ή «εκούρνιασε»,
καθώς αι όρνιθες και τα περιστέρια, εις το σπίτι με τους
τρεις τοίχους και την μισήν στέγην. Καθώς είχεν αρχίσει να
βρέχη χιονόνερον, και να βοΐζη ο άνεμος σείων το καραβόπανον,
το οποίον εφαίνετο πασχίζον να φράζη το φοβερόν χάσμα του
τοίχου και της οροφής, όπως τα ράκη καλύπτουσι την γύμνωσιν
της πτωχείας, κ' εγίνετο βοή, κ' εκρότουν από το ψύχος τα
ολίγα δόντια που έμενον εις το στόμα της Σειραϊνώς, ο Πάπος,
έτριζε τα δόντια τα ιδικά του, παρόμοια με μουτσούνας Αράπη,
την αποκρηά, κ' έτριβε τας χείρας και εφώναζε·
— Κύττα, θεια-Σειραϊνώ . . . Δεν σου φαίνεται σα ν'
αρμενίζουμε στο πέλαγο τώρα, μαζί με τον πατέρα μου, με τη
βάρκα του Καλούμπα; Όλο το ίδιο δεν είνε; Ακούς, θεια-
Σειραϊνώ, πώς πέφτει η βροχή, πώς βοΐζει ο αέρας, βρρρρ ! . .
κρρρρ! . . . μπρρρρ! . . . θεια-Σειραϊνώ.
Την τρίτην νύκτα, ήτοι μετά νυχθήμερον και εξάωρον από της
δείλης της Δευτέρας, ο Πάπος δεν εφάνη πλέον εκεί. Η θεια-
Σειραϊνώ τον επερίμενεν αργά, έως τα μεσάνυκτα, και ηρώτα
όλας τας γυναίκας της γειτονιάς εάν τον είδαν. Αλλά μάτην. Ο
Πάπος δεν ήλθεν.
Επί της ερήμου ακτής, επί της προβλήτος άκρας, εξ ης
σχηματίζεται ο λιμήν έν μίλιον αντικρύ της πολίχνης,
ενύκτωνεν ήδη και κάτι ζωντανόν εσάλευεν εκεί, πλησίον εις
μίαν σπηλιάν, κάτω από ένα υψηλόν απόκρημνον βράχον. Είχεν
έλθει εκεί περί την δύσιν του ηλίου. Με την αμφιλύκην της
νυκτός, υπό τον συννεφιασμένον ουρανόν της τρικυμίας, δεν
εφαίνετο πλέον αν ήτο αγρίμιον ή παιδίον το ζωντανόν, το
οποίον εκινείτο εκεί εις το σκότος.
Ο Πάπος είχεν αρχίσει να εντρέπεται, διότι δεν είχεν υπάγει
μαζί με τον πατέρα του. Όλοι οι θαλασσινοί έλεγον, τους
ήκουεν αυτός να λέγουν, ότι διά να γείνη τις καλός ναυτικός,
πρέπει να περάση από φουρτούναν, από πολλές μάλιστα
φουρτούνες. Και έπειτα να «κατιάζη» τις απαράλλακτα, όπως η
κόττες 'ς το σπιτάκι της θεια-Σειραϊνώς με τους τρεις
τοίχους και την μισήν στέγην και με το καραβόπανον, δοκιμάζει
όλα τα δυσάρεστα της τρικυμίας — χωρίς να μπορή ποτέ να γείνη
καλός ναυτικός.
Ως είδεν ο Πάπος ότι παρήλθον σαρανταοκτώ ώραι, και η βάρκα
δεν εφάνη πουθενά, και οι θαλασσινοί έλεγαν, ότι δεν ηδύνατο
να είνε εις την αντιπέραν ακτήν, αλλά κάπου περί την νήσον θα
ευρίσκεται, και πιθανόν να φανή οσονούπω — το κακοκέφαλον
παιδίον ανησύχησεν, όσον μπορούσε ν' ανησυχήση, και έφερεν
όλον τον γύρον του λιμένος, κ' έφθασεν αντικρύ προς το μέρος
όπου είχεν εκπλεύσει η βάρκα. Εκεί, έμενε κ' εκύτταζε το
πέλαγος, το χορεύον από αγρίαν τρικυμίαν, κι' αγνάντευε,
ζητούν να ξανοίξη πουθενά την βάρκαν. Κ' έκλαιεν η ψυχή του
μέσα βαθειά, κ' εδάκνετο η καρδία του, διότι είχε κάμει
παρακοήν και δεν επήγε μαζί με τον πατέρα του.
Η χιονώδης βροχή είχε διακοπή, και πάλιν επανελήφθη, και
πάλιν έπαυσε. Και ο άνεμος, βορειοανατολικός, Γραίος, εφύσα
δυνατά, με όλην την δύναμιν όπου μπορούσεν ο Γραίος να έχη
και την οποίαν ο Πάπος ησθάνετο ότι δεν μπορούσεν αυτός να
έχη ποτέ, μόλις δε το τρίτον ή το τέταρτον της δυνάμεως
αυτής, επίστευεν, ότι μπορούσε να έχη.
— Κάμε, Θε μου, έλεγεν ο Πάπος, να' ρθη ο πατέρας μου, και
να μη με καταριέται που δεν επήγα μαζί του. Άι μ' Νικόλα μ',
που σ' έχω γείτονα, ούτε σου έφερα ποτέ κερί και λιβάνι . . .
αχ! καμμιά φορά έκλεψα κανένα σπίρτο ή κανέν απόκερο από μέσ'
απ' το εκκλησιδάκι σου, μπροστά στο κόνισμά σου, οπού συ
έκανες πως δε με γλέπεις . . . για να κυνηγώ της νυχτερίδες
και τα κουκουβαγιόπουλα τη νύχτα . . . μη με ξεσυνερίζεσαι,
και φέρε γλήγορα τον πατέρα μου πίσω . . . και να μη
βαρυγνωμά που δεν πήγα μαζί του . . . κ' εγώ να σου φέρω άλλα
τόσα, κι' άλλα τόσα, κι' άλλα τόσα, όσα σπίρτα και κεριά σου
έκλεψα.
Με την αμφιλύκην της εσπέρας είχεν ιδεί ο Πάπος, πέραν εκεί,
ανοικτά, εις το πέλαγος, ένα πράγμα ωσάν φελλόν, ωσάν κέλυφος
καρυδίου, να παραδαίρνη και να κατέρχεται εις τον αφρόν των
κυμάτων. Λευκόν ιστίον όχι, αλλά μαύρον πράγμα, ως μίαν
κηλίδα. Ύστερον επυκνώθη η αμφιλύκη και έγεινε νυξ. Και αφού
παρήλθεν ώρα αρκετή, πόση δεν είξευρεν, αλλά «μία ώρα, μια
ωρίτσα», του εφάνη ν' ακούση βρόντον, είτα συγκεχυμένας
κραυγάς, είτα πάλιν συριγμούς οξείς και φοβερόν ροίβδον, είτα
τον ρόχθον του κύματος, όστις τα συνεκάλυπτεν όλα και τον
οξύν γογγυσμόν του ανέμου, όστις τα έπνιγεν όλα.
Ο Πάπος ήλπισεν, επίστευσεν, ότι εκείνο το μελανόν σημείον
ήτο, χωρίς άλλο, η βάρκα η φέρουσα τον πατέρα του. Και ήκουε
τον ρόχθον εκείνον και την κραυγήν, τα οποία ηπείλει να
συγχέη ο άνεμος, και δυνατόν να μην ήσαν άλλο τι ειμή
ιδιότροποι ήχοι της τρικυμίας, και όμως ο μικρός θαλασσινός
μάγκας ήτο βέβαιος ότι οι θόρυβοι εκείνοι ήσαν χωριστοί, ότι
ο κρότος ήτο προσαράξαντος σώματος, και η κραυγή, κραυγή
αγωνίας.
Είς την κραυγήν ταύτην απήντησεν ο Πάπος διά σπαρακτικού
ολολυγμού. Ήρχισε να κλαίη μετά λυγμών. Ο πατήρ του βεβαίως
επνίγετο. Και αυτός δεν ηδύνατο να τον βοηθήση. Ω! να είχε
τόσην δύναμιν, τόσην, όσην ο άνεμος και η θάλασσα!
Αστραπή διέσχισε το σκότος. Ως εκατόν οργυιάς ανοικτά εις το
πέλαγος είδεν ο Πάπος εν ακαρεί μαύρα τινα σώματα,
προεξέχοντα του κύματος.
— Τ' Αραπάκια! επρόφερεν εν μέσω των λυγμών του ο νέος.
Απάνω στ' αραπάκια έπεσαν. Ω! κ' εγώ που δεν επήγα μαζί τους.
Η πρώτη ιδέα του ήτο ότι, αν είχε πάγει μαζί, θα τους
εγλύτωνε. Η δευτέρα ορμή του ήτο να γδυθή να πέση εις την
θάλασσαν ή χωρίς να γδυθή να κολυμβήση να τρέξη εις βοήθειαν
του πατρός του. Αλλά πώς; Πού να πάγη; Πώς να φθάση εκεί;
Μήπως ήτο πλησίον; Ησθάνθη ότι θα εγίνετο ασφαλώς λεία του
κύματος ή σύντριμμα των βράχων.
Η τρίτη σκέψις του υπήρξε να φωνάξη προς την πολίχνην, εις
τους κατοίκους, εις τους φίλους και τους γείτονας να τρέξουν
με βάρκες να σώσουν τους πνιγομένους. Αλλ' έπρεπε να τρέξη
χίλια βήματα τον ανήφορον διά να φθάση εις την κορυφήν της
ακτής, οπόθεν αντίκρυζεν η πολίχνη. Και αι φωναί του όσον
οξείαι, όσον διαπεραστικαί και αν ήσαν, δεν θα ηκούοντο
πέραν· θα επνίγοντο και θα εβωβαίνοντο εν μέσω του φοβερού
βόμβου της τρικυμίας.
Τ' Αραπάκια ήσαν ύφαλοι, ή μάλλον σκόπελοι, ολίγον ανέχοντες
άνω του κύματος μαύρας οξείας κορυφάς. Ο Πάπος ενεθυμήθη
ακουσίως την στιγμήν εκείνην έν αυστριακόν θωρηκτόν, το
οποίον κατά τον αποκλεισμόν του 1886, εφάνη ότι εκινδύνευσε
να πέση στ' Αραπάκια, αλλά δεν έπεσε. Τότε αυτός ήτο επτά
ετών, και το ενθυμείτο καλά.
— Ήσαν μαζωμένοι (έλεγεν ακουσίως μέσα του) πέρα στο Μεγάλο
Λιμάνι, ο μπάρμπα-Λουκάς, ο Κοτίμπας, ο Διολέττας και τόσοι
άλλοι θαλασσινοί, κ' εκύτταζαν τ' Αυστριακό, κοτζάμ' βουνό,
που γύριζε κατά τα νησιά, και λιγάκι ήθελε ακόμη να πέση στα
ρηχά, κοντά στ' Αραπάκια, κ' επαρακαλούσαν κ' έλεγαν :
«Παναϊά μ', να πέση απάν' στ' Αραπάκια, Παναϊά μ' να πέσ'
απάν'». Και με μια βόλτα έστρηψε πάλι κ' έφτασε κατά τα
Μυρμήγκια, κι' ο μπάρμπα-Λουκάς είπε : «Γλύτωσ' απ' τ'
Αραπάκια, απ' τ' Μυρμηγκάκια να μη γλυτώσ'». Μα κι' απ' εκεί
γλύτωσε.
Και τ' Αραπάκια, τα οποία εφείσθησαν των Αυστριακών,
συνέτριβον σήμερον την βάρκαν του πατρός του, και τον έπνιγον
αυτόν και δύο άλλους δικούς μας! Ω, κάμετε έλεος, καλά
Αραπάκια, γλυτώστε τους και μην τους αφήνετε να πνιγούν!
Έλεος, Αραπάκια, έλεος!
Λίαν πρωί, τα εξημερώματα της Πέμπτης, δύο μεγάλαι και
δυναταί λέμβοι επήγαν κ' έψαξαν τριγύρω εις τ' Αραπάκια,
μεταξύ της Ασπρονήσου και της Άρκτου, και κατά μήκος της
Πούντας ακτής και πλησίον εις τα Μυρμήγκια, τους άλλους
σκοπέλους, προς τον λιμένα. Αλλά δεν εύρον σώμα, ούτε
ανθρώπου, ούτε λέμβου.
Δύο ή τρεις ημέρας ύστερον, όταν έγεινε γαλήνη, μία βρατσέρα
ξένη, εύρε κωπίον επιπλέον εις το κύμα, προς το μέρος το
αντίθετον του πελάγους. Και άλλος πάλιν αλιεύς εύρεν
αλιευτικά σύνεργα, τα οποία είχον εξοκείλει εις την άμμον.
Και αν ήτο πραγματική η όψις την οποίαν είχεν ιδεί ο Πάπος,
σώματα προσκεκολλημένα επάνω εις τας υφάλους Αραπάκια, και αν
πράγματι είχεν ακούσει αγωνίας κραυγάς, και αν η φαντασία τον
είχεν απατήσει, οι άνθρωποι εθεωρούντο χαμένοι πλέον. Μετά
τόσας ημέρας δεν ανεφάνησαν. Είτε εις τ' Αραπάκια, είτε
αλλού, ενομίζοντο πνιγμένοι.
Την ογδόην ημέραν από της εκδρομής των, τα πτώματα των δύο
πνιγμένων ηλιεύθησαν πλησίον ερήμου ακτής. Το τρίτον δεν
ευρέθη.
Ω, τις θα διηγηθή τα συναξάρια των θαλασσομαρτύρων τούτων,
των βιοπαλαιστών, των αξίων παντός οίκτου και συμπαθείας;
Κατά παν έτος η θάλασσά μας ζητεί το θύμα της. Φρίκη και
πένθος διαχύνεται ανά την μικράν μας νήσον.
Όταν μετά την συμφοράν επανείδε τον Πάπον, όστις εφαίνετο
τόσον σύννους και σοβαρός, ώστε εφάνη ότι διά της συμφοράς
είχε γείνει διά μιας ανήρ, η πτωχή Σειραϊνώ το Κουρτεσάκι,
κλαίουσα, όσα δάκρυα της είχαν μείνει από τα ιδικά της
παθήματα, η πρώτη λέξις την οποίαν εύρε να του είπη ήτον·
— Καλά που δεν επήγες μαζί, παιδάκι μου.
ΟΙ ΕΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΙ
Είχε κινήσει αποβραδής, ημίσειαν ώραν πριν κρυφθή εις το
βουνόν ο ήλιος, να υπάγη 'πίσω μακράν εις τ' Αρβανίτη τ'
Μανώλη τ' Σουφριά . . . , όχι στον Αραδιά, στης Κεχριάς το
ρέμμα, ο άγαλλος Μανουήλ Αγάλλου. Δεν ήτο και πολύ σιμά . . .
όχι, δεν ήτο και πολύ μακρυά ο νερόμυλος, ολιγώτερον από δύο
ώραις με τα πόδια. Αλλ' εις τον δρόμον είχεν αργοπορήσει,
ποιος ξεύρει διατί. Ίσως ενθυμείτο την προ ολίγων χρόνων
τερπνήν και ευάρεστον και ζηλεμμένην θέσιν του, όταν ήτο
γαμβρός ωραίος και περιζήτητος, με μακρυά φούντα, με γλυκά
μάτια, με φέσι ψηλό, μεγάλο και κατακόκκινο, που να το φορή
στραβά ως το αυτί. Και την παρέβαλε με την σημερινήν
κατάστασίν του, να κάθεται γυναίκα χάσασα όλην την δρόσον και
την περιποίησίν της να σε καρτερή εις τον νερόμυλον με δύο
παιδιά, οπού το ένα να διηγήται παραμύθια στο άλλο. Βεβαίως η
δευτέρα θέσις τον συνεκίνει κάπως, αλλ' η πρώτη του εφαίνετο
πλέον επιθυμητή, και ευχαρίστως θα εδέχετο να ξαναρχίση
πάλιν. Βάλε με το νου σου, οκτώ χρόνια να είσαι
αρραβωνιασμένος, με δύο αρραβωνιαστηκές, πότε με την μίαν
πότε με την άλλην, κάποτε συγχρόνως και με τας δύο. Αν
εκαλοπέρασέ ποτε γαμβρός εις τον κόσμον, εκαλοπέρασε κι'
αυτός. Και η γρηά-Αγάλλαινα, ας είνε άγια τα κόκκαλά της εκεί
που είνε, ήτον πολύ ευχαριστημένη. Ήρχετο του Χριστού,
χριστόψωμα η μία αρραβωνιαστική, χριστόψωμα η άλλη. Λοκμάδες
η πρώτη, τηγανίτες η δεύτερη. Σε οκτώ ημέρας πάλιν του Αγίου
Βασιλείου, βασιλόπητα η μία, βασιλόπητα η άλλη. Ήρχετο πάλιν
η Λαμπρή, χαμαλιά εκείνη, μπακλαβά αυτή. Ήρχετο του Αγίου
Αγαθονίκου, μπακλαβά η Σμαράγδω, μπακλαβά η Αφέντρα. Και δος
του η Μπονώραινα η επιτηδεία τεχνίτις χαμαλιά, και δος του
μπακλαβάδες. Και την κάθε φοράν ηύξανε το μέγεθος των
χαμαλιών, και το πάχος του μπακλαβά εδιπλασιάζετο. Αλλ' η
πρώτη δεν μπορούσε να τα βγάλη πέρα με την δεύτερη. Ήτο, η
ατυχής, πεντάρφανη, ποίος να την προστατεύση, ποίος να της
ειπή καλόν εις τα συμπεθερικά της. Η άλλη είχε και παραείχε
γονείς, ώστε της επερίσσευαν, και οι αδελφοί της, με την
βρατσέραν, της εκουβαλούσαν καλούδια. Και της έκαμναν προικιά
και πανωπροίκια. Διά τούτο και ενίκησεν αυτή.
Άμα ενύκτωσεν, η Αφέντρα ήναψε τον λύχνον, έκλεισε την πόρταν
της και πλύνασα τα αγρολάχανα, τα έβαλεν εις το μικρόν
χάλκωμα, έχυσε νερόν εντός, έρριψε ξηρά ξύλα εις την εστίαν,
και ανεβίβασε το χάλκωμα εις την πυροστιάν· είτα ήρχισε να
φυσά το πυρ. Τα δύο της παιδία, καθήμενα επί της ψάθης,
έπαιζαν, η Λενιώ με την κούκλαν της, ο Μανώλης με το καραβάκι
του. Η πρώτη πενταέτις εδοκίμαζε να ειπή ένα παραμύθι εις τον
δεύρον, τετραετή, όστις έχασκε να την ακούη. Ήρχιζε δε
πάντοτε από στίχους:
Άδζα μάννα,
βάτος μαμή,
αητός μ' επήρε . . .
Σχεδόν δεν είξευρε να ειπή άλλα.
Αλλά και τόσα ήρκουν διά τον Μανώλην.
Η Λινιώ παρεκάλει την μητέρα της να είπη τα λοιπά.
— Πώς το λένε, μάννα;
— «Αητός μ' επήρε, στο δέντρο μ' ανέβασε».
— Ύστερα; ύστερα; ηρώτα το Λενιώ.
— Ύτελα; επανελάμβανε και ο Μανώλης.
— Και η Αφέντρα διηγείτο με ολίγας λέξεις, πώς η εκ του
γαστροκνημίου ανδρός τη βοηθεία βάτου μαιευτήρος γεννηθείσα
ηγαπήθη υπό του βασιλέως και είτα τη διαβολή της πενθεράς της
εγκατελείφθη υπ' αυτού καταδικασθείσα να βόσκη χήνας.
Στο δέντρο μ' ανέβασε,
γρηά μ' εξεπλάνεσε.
Και η Αφέντρα κύπτουσα εφύσα το πυρ, διακοπτομένη μόνον διά
να είπη εις τα τέκνα της·
— Τώρα θαρθή ο πατέρας σας . . . όπου είνε, έφτασε. Να
κάμετε φρόνιμα . . . Θα σας φέρη καλούδια . . . Στραγάλια και
μύγδαλα.
— Ταάλια κη μύλαλα! επανελάμβανεν ο Μανώλης με το στόμα
ανοικτόν.
Εν τούτοις παρήρχετο η ώρα και ο Αγάλλος δεν εφαίνετο.
Η Αφέντρα δεν ανησύχει, είξευρεν ότι ο σύζυγός της ήτον
«αργοστόλιστος». Ωμοίαζε με την νύμφην που αργεί να στολισθή
και, ως νύμφη, επερπατούσε καμαρωμένα. Α! νύμφη! . . . Υπήρξε
και αυτή νύμφη . . . Το ενθυμείτο ακόμη . . . Και πώς να το
ξεχάση; Οκτώ χρόνια, η πενθερά της, «τους είχε ψήσει το ψάρι
εις τα χείλη», αυτής και των οικείων της. Ο Αγάλλος ήτον
περιμάχητος γαμβρός. Οκτώ χρόνια, δέκα έξ μπακλαβάδες,
εικοσιτέσσαρες σουπιέρες χαμαλιά, παραπάνω από σαράντα
κότταις και πήτταις. Και ποιος τα λυπείται αυτά; Μόνον εκατό
φοραίς πείσματα, κακιώματα. Πότε με την μίαν αρραβωνιαστικήν
τα εχαλνούσε, πότε με την άλλην. Κατ' αρχάς είχε δώσει
σημάδια εις την άλλην. Ύστερον τα εχάλασε κ' «έδεσε
πανδρειαίς» μ' αυτήν. Κατόπιν τα σκαρώνει πάλιν με την άλλην,
και γυρίζει πίσω την αρραβώνα εις αυτήν. Ακολούθως πετά τα
σημάδια της Σμαράγδως και τα σάζει πάλιν με την Αφέντραν. Και
ήτον εύμορφος γαμβρός, να έχη ζωήν, και τον αγαπούσαν και η
δυο. Από την άλλην ήτο βεβαίως πλέον εύμορφος, εφρόνει η
Αφέντρα, άσπρος, γαλανός, κοκκινοροϊδίτης. Πλέον εύμορφος
ήτον ακόμη και από την Αφέντραν, ήτις ήτο ισχνή, χλωμή και
αδύνατος. Τέλος, αφού έκαμε τελευταίαν βόλταν προς την
Σμαράγδω, και όλην την εβδομάδα δεν τον είχαν ιδεί στα μάτια,
ανελπίστως την Κυριακήν το μεσημέρι οι δύο αδελφοί, οίτινες
είχαν φθάσει το Σάββατον με την βρατσέραν, τον καταφέρνουν,
βγάζουν της άδειαις, και τον στεφανώνουν την Κυριακήν το
βράδυ με την Αφέντραν.
Μόλις έλαβον καιρόν η γενειαίς της να στολίσουν την νύμφην.
Τόσα καλούδια, τόσα πανωπροίκια. Είχε κεντήσει η ιδία τον
ήλιον και το φεγγάρι εις τα μανίκια του μεταξωτού άλικου
υποκαμίσου της. Εις την σκούφιαν της πάλιν είχε κεντήσει
μεγάλην γάστραν με λουλούδια και με κλαδιά. Και εις την
τραχηλιάν της είχε κεντήσει, διάφοραις κλάραις. Είχε και
ωραία προμάνικα ανασηκωμένα εκ βαρυτίμου ρωσσικού
χρυσοϋφάντου. Και το ποδογύρι ολόχρυσον τρεις σπιθαμαίς
πλατύ.
Η πενθερά της, μόλις είχε πεισθή την τελευταίαν ώραν να δώση
την ευχήν της, σκληρυνομένη έως τότε, λέγουσα ότι επόνεσε την
άλλην, ότι την λυπείται, ως ορφανήν. Τέλος εφόρεσε τα καλά
της και ήλθε, φέρουσα την μαύρην μανδήλαν της χηρείας της,
επιφυλαχθείσα να φορέση χρωματιστήν «πολίτικην» την στιγμήν
μόνον που ήθελεν ασπασθή τα στέφανα. Ήλθε και η ανδραδέλφη
της κ' εστάθη υψηλή, σιμά εις την τέμπλαν, άλλη τέμπλα
έμψυχος αυτή, πλατεία, ακίνητος, στολισμένη ως νύμφη. Διότι η
τέμπλα δεν είνε να λείψη από την αίθουσαν όπου θα τελεσθή ο
γάμος. Στρώματα, και παπλώματα, και κηλίμια, επιμελώς
διπλωμένα, προσκέφαλα, σινδόνια, σωρεύονται ευτάκτως και
κοσμίως κατά τον τοίχον, παρά μίαν γωνίαν του θαλάμου,
καλύπτονται με μεταξωτήν σινδόνα, και επιστέφονται με δύο
προσκεφαλάδες με μεταξωτά περιβλήματα. Αυτή είνε η τέμπλα.
Αφού έφθασε με τα βιολιά ο κουμπάρος, ήλθαν και οι
καλεσμένοι, ύστερον οι παππάδες, και ήρχισεν η τελετή.
Αντηλλάγησαν οι δακτύλιοι, είτα τα στέφανα, ανεγνώσθησαν αι
ωραίαι ευχαί, εψάλη το «Ησαΐα χόρευε», έφεραν γύρον τρεις
φοραίς, έρραναν τους νεονύμφους με ορύζιον και με κοφέτα, και
τέλος ο Παππα-Νικόλας με την σκληράν και οστεώδη χείρα του,
λαβών εκ του βραχίονος οκταετές παιδίον, το οποίον είχε μάννα
και πατέρα, το ώθησεν εν τω μέσω των νεονύμφων, κ' εχώρισε
διά της κεφαλής του παιδιού τας συνδεδεμένος χείρας των,
επευχηθείς μεγαλοφώνως·
— Όλο κεφαλάδες.
Ακολούθως ο γαμβρός, λαβών τον μέγαν δίσκον, εκέρασεν ο ίδιος
τους ιερείς, τον κουμπάρον και τους καλεσμένους, ενώ η νύμφη
ισταμένη ορθή, μεταξύ της τέμπλας και της ανδραδέλφης της,
εκαμάρωνε, κ' εχρειάζετο να της σείουν όπισθεν την κεφαλήν
ηρέμα αι παράνυμφοι, στολισμέναι όλαι παριστάμενοι, διά να
απαντήση διά κατανεύσεως εις τας αφθόνους ευχάς των
καλεσμένων: «στερεωμένοι, καλορρίζικοι, με γυιούς», ενώ μόλις
εκινούντο τα χείλη της χωρίς ν' ακούηται η φωνή της, λεγούσης
«ευχαριστώ».
Εν τω μεταξύ, ο μπάρμπα-Γκιουλής, ο κατ' αποκοπήν μάγειρος
όλων των γάμων, είχεν ανάψει κάτω, εις την αυλήν του
οικίσκου, δύο μεγάλας πυράς, και επί της μιας ανεβίβασε
τεράστιον ρακοκάζανον, τεμαχίσας εντός του οκτάμηνον πρόβατον
και ήρχισε να το τσιγαρίζη διά να κάμη το σύνηθες εις τους
γάμους περσικόν πιλάφι, ενώ επί της άλλης, ευθύς ως έγεινεν
ανθρακιά, έτεινε παραλλήλους δύο σούβλας με δύο άλλα σφαχτά.
Κύπτων επί των δύο πυρών, με την μίαν χείρα εγύριζε την
σούβλαν, με την άλλην εχειρίζετο την τεραστίαν κουτάλαν, δι'
ης ανεκάτωνε κ' ετσιγάριζε το κρέας με τα κρόμμυα. Ήλθε και ο
γέρο-Σιγουράντσας αυτόκλητος βοηθός, διά να γυρίζη την
άλλην σούβλαν. Μόλις ήρχισε να ροδοκοκκινίζη το ψητόν, μόλις
ήρχισε να μυρίζη προκλητικώς το τσιγαριστόν, και ο Γκιουλής,
ανασπάσας την μάχαιραν από το πλατύ κίτρινον ζωνάρι του,
ήρχισε να κόπτη γενναίους μεζέδες από τα δύο ψητά, και διά
της κουτάλας έβγαζε μεγάλα κομμάτια από το τσιγαριστόν.
Κατεβρόχθιζεν αυτός τρία, διά προφταστήρα, ως έλεγεν, έδιδε
και εις τον γέρο-Σιγουράντσαν έν διά ψυχόστασμα, και
συγχρόνως ιδών δύο ή τρεις άλλους προθύμους μουστερήδες, εξ
εκείνων τους οποίους οι παλαιοί εκάλουν μνάμονας, και οίτινες
φαίνονται ως να κρατούν κατάστιχον ακριβές με πιστάς
χρονολογίας δι' όλας τας γεννήσεις, τους γάμους και μάλιστα
τα εορταζόμενα εις τας μνήμας των Αγίων ονόματα, ήρχισε να
τους αποδιώκη με ονειδισμούς και απειλάς, όμοιος με την
γάτταν του σπιτιού, την ανευρίσκουσαν όλην την φύσιν της
τίγριδος και ανορθούσαν τας τρίχας και γρύζουσαν υπούλως και
εξαπίνης σχίζουσαν εις τους οφθαλμούς τον απονήρευτον και υπό
του εμφύτου μόνον ελαυνόμενον επιδρομέα σκύλον.
Είς των καλεσμένων ακούσας απ' επάνω την τραχείαν φωνήν του
Γκιουλή, δι' ης απεδίωκε τους οχληρούς απαιτητάς (τους
οποίους αυτός ο ίδιος είχεν αποπέμψει προ μικρού από την
οικίαν, αφού τους εφίλευσε δις και τρις μπακλαβάδες και
μαστίχαις και ρώμια), επρόβαλεν από το παράθυρον και βλέπει
τον Γκιουλήν, όστις ήτο κεκηρυγμένος εχθρός του μπακλαβά και
όλων των γλυκυσμάτων, εγχειρούντα γενναίως με την πλατείαν
μάχαιράν του επί των νεφραμιών του ροδοκοκκινίζοντος ψητού.
Τότε ο εκ των καλεσμένων, όχι μόνον δεν τον εμέμφθη, αλλ'
αισθανθείς και αυτός την όρεξίν του να τον κεντά, έλαβε λάθρα
μίαν από τας πολλάς φλάσκας, τας οποίας είχον εισφέρει
πλήρεις οίνου οι καλεσμένοι, και κατελθών ηρέμα εις την
αυλήν, την επρόσφερεν εις τον Γκιουλήν, όστις ερρόφησεν όχι
μετρίαν δόσιν, και κόψας ευγνωμόνως μέγαν μεζέν τον
αντιπροσέφερεν εις τον διακριτικόν άνθρωπον. Μετά δύο δε ή
τρεις αμοιβαίας φιλοφρονήσεις η φλάσκα εμέσασεν.
Αλλ' έμελλον οπωσδήποτε να ψηθώσι τέλος τα δύο σφαχτά, ώφειλε
και το πιλάφι να γείνη επί τέλους. Τότε ο Γκιουλής
κατεβίβασεν από το πυρ το πελώριον ρακοκάζανον, μετετόπισε
και τας δύο σούβλας. Και αφού ανεκάτωσεν, ανεκάτωσε το
ορύζιον κ' έφαγε δύο ή τρεις κουταλιές διά να το δοκιμάση,
ήρχισε να κενώνη εις πλατέα βαθουλά πινάκια το πιλάφι, να
κόπτη δε εις μεγάλα τεμάχια τα δύο ψητά, εξακολουθών εν τω
μεταξύ να διπλοδοκιμάζη την γεύσιν των. Αλλ' ήτο καιρός να
μεταφερθώσι τέλος επάνω εις την οικίαν τα πλήρη πινάκια, και
οι καλεσμένοι εστρώθησαν εις μακροτάτην σειράν κατά μήκος και
πλάτος του μεγάλου θαλάμου, και έφαγον και ευφράνθησαν εις
τιμήν των νεονύμφων.
Τότε αι διάφοροι φλάσκαι και φιάλαι ήρχισαν να κυκλοφορώσι
κατά πολλάς διευθύνσεις ανά τας τάξεις των συμποσιαστών. Και
ο μπάρμπα-Κωσταντής ο Ξέσουρος, θείος της νύμφης, κρατών διά
της αριστεράς ακουμβημένην επί του γόνατος του μεγάλην
χιλιάρικην και διά της δεξιάς μικρόν πενηντάρικον ποτήριον,
εκέρνα τους καλεσμένους προσφέρων φιλοφρόνως έν ποτήριον εις
τον πρώτον γείτονά του προς τα δεξιά, είτα πίνων μετριοφρόνως
και αυτός έν, είτα κερνών έν τον πρώτον γείτονά του προς τα
αριστερά, υποφέρων και αυτός έν, διά να διπλοχαιρετήση· είτα
μεταβιβάζων έν ποτήριον εις τον δεύτερον προς τα δεξιά
γείτονά του, ροφών και αυτός έν διά ν' αποδώση τον
χαιρετισμόν, και ούτω καθεξής. Μεγίστη δε υπήρξεν η ευθυμία,
και, το πάτωμα εκινδύνευσε να πέση από τον χορόν. Η χαρά
εκείνη διήρκεσεν επί εβδομάδα. Τον γάμον αυτόν, έλεγεν η
Αφέντρα, θα τον ενθυμείτο ακόμη διά πολύν καιρόν το χωρίον.
Από μιας ώρας ήδη είχε γείνει σκότος, και ο λύχνος νυστασμένα
έφεγγε τον πενιχρόν θάλαμον τον χωρισμένον μέσα εις αυτό το
κτίριον του μύλου, και η εστία έκαιε παρηγόρως εις την
γωνίαν, και τα λάχανα, τα οποία η Αφέντρα είχε κόψει δροσερά
μοναχή της, μετά κόπου εκλέξασα αυτά ανάμεσα εις την
χιονισμένην κλιτύν του ρεύματος, μεταξύ βράχων και θάμνων,
περικυκλούντων ολόγυρα τον πενιχρόν νερόμυλον, υπό τας
γηραιάς πλατάνους, τα λάχανα είχαν βράσει.
Ο Αγάλλος εν τούτοις δεν ήρχετο και η Λενιώ εξηκολούθει ακόμη
να διηγήται προς τον αδελφόν της το παραμύθι. Είχεν ήδη
δεκάκις επαναλάβει τους πρώτους στίχους του τραγουδιού, τους
συνοψίζοντας εις το στόμα της ωραίας του παραμυθιού την
παράδοξον ιστορίαν της και ακόμη δεν τους είχε μάθει.
Ευρίσκετο δε τώρα εις τους τελευταίους στίχους:
Γρηά μ' εξεπλάνεσε
σ' βασιληά τα χέρια.
Κ' επεκαλείτο εις βοήθειαν την μητέρα της, ήτις συνεπλήρου το
τραγούδι ως εξής :
σ' βασιληά τα χέρια . . .
βασιληάς με τ' μάννα τ'
κ' εγώ φλάω τα χηνάρια.
Και η Λενιώ πριν τους μάθη αυτή εφιλοτιμείτο να διδάξη εις
τον Μανώλην τους στίχους, όστις τραυλίζων επανελάμβανε:
Σληά μ' εξεπλάνεσε
σ' βασιληά τα χίδια.
Αίφνης ηκούσθη κρότος. Έκρουον έξωθεν την θύραν, εις την
οποίαν είχε βάλει τον σύρτην έσωθεν η Αφέντρα, καθώς
συνήθιζεν, όταν ήτο εις τον νερόμυλον μόνη με τα παιδάκια
της. Η Αφέντρα με κίνημα χαράς εσηκώθη, έλαβε τον λύχνον,
κατέβη τας τεσσάρας βαθμίδας της ξυλίνης κλίμακος, δι' ης
ανήρχετο τις από το έδαφος του μύλου εις τον θάλαμον, κ'
επήγε ν' ανοίξη την εξωτερικήν θύραν. Τα παιδία σκιρτώντα
έτρεξαν κατόπιν της.
Πριν ανοίξη ακόμη την θύραν η Αφέντρα ηκούσθη έξωθεν
γυναικεία φωνή απορηματική·
— Τι κλειστήκατε, θα-πω, μέσα; ακόμη δεν ενύκτωσε.
Δεν ήτο ο Αγάλλος. Η Αφέντρα εγνώρισε την φωνήν. Ήτο η μήτηρ
της.
Η γραία εισήλθε κρατούσα καλάθιον υπό τον αγκώνα, κ' έχουσα
την μαύρην φουστάναν της περασμένην υπό κάτω εις το χερούλι
του καλαθιού, φορούσα μόνον επάνω της το κοντόν, παλαιόν,
ξασπρισμένον φουστάνι της, μάλλινα τσοράπια τρύπια εις τους
δακτύλους και τας πτέρνας, και ξυπόλητη. Τα παιδία ώρμησαν
αμέσως εις το καλάθιον, κ' έψαξαν να εύρουν τι εκρύπτετο
εντός αυτού, υπό την διπλωμένην φουστάναν, ελπίζοντα ότι θα
τους είχε φέρει η μάμμη κάτι τι διά να τα φιλεύση από το
χωρίον, αλλά δεν ηύραν ειμή μόνα τα παλαιά τσόκαρα της
γραίας, το οποία αύτη έθετε πάντοτε εντός του καλαθιού,
προτιμώσα να βαδίζη ξυπόλητη, διά να είνε ελεύθερα τα πόδια
της και χάριν οικονομίας.
Η Αφέντρα ιδούσα την μητέρα της ελθούσαν αντί του συζύγου,
υπέθεσεν ότι ο τελευταίος θα είχε μείνει εις την πολίχνην να
διανυκτερεύση, όπως ενίοτε έκαμνε, και δεν επαραξενεύθη πολύ.
Αλλ' άμα ανέβησαν εις τον θάλαμον, η γρηα-Συνοδιά ιδούσα ότι
έλειπεν ο Αγάλλος ηρώτησε·
— Πού είνε ο άντρας σου;
Η Αφέντρα την εκύτταξεν εν απορία.
— Δεν τον άφηκες στο χωριό;
— Όχι· έφυγε μια ώρα μπροστήτερα από μένα.
— Για δω;
— Για δω·
— Και πώς δεν ήρθε;
— Πώς δεν ήρθε μαθές;
— Τι γείνηκε;
— Τι γείνηκε, σ' ερωτώ κ' εγώ!
Εναγώνιος ανησυχία εκυρίευσε τας δύο γυναίκας. Η Αφέντρα
συνήψε τας χείρας εν απογνώσει.
— Τι να έπαθε τάχα;
— Πού είνε τος;
— Γιατί δεν ήρθατε μαζί, αφού ήσουν για νάρθης και συ;
ήρχισε να παραπονήται η Αφέντρα.
— Δεν ήμουν σίγουρη· εγώ είχα δουλειαίς. Ή έρχομαι, ή δεν
έρχομαι του είπα. Πήγαινε συ, του είπα, να μη νυχτώσης, κ'
εγώ, όπως διω. Εγώ είμαι μαθημένη να περπατώ τη νύκτα στα
ρέμματα.
Τω όντι, όλοι τους ήσαν συνειθισμένοι εις νυκτερινάς
οδοιπορίας ανά τα όρη και τας κοιλάδας. Η δύο συμπεθέραις, η
θεια-Συνοδιά, και η μάννα του Αγάλλου η μακαρίτισσα, είχαν
δύο νερομύλους εις της Κεχρεάς το ρέμμα. Ο μύλος ο πατρικός
του Αγάλλου είχε χαλάσει προ πολλού και ήτον έρημος τώρα.
Αλλ' ο μύλος της Συνοδιάς χηρευσάσης τελευταίον από του
ανδρός της ήτο εν ακμή εισέτι. Ο Αγάλλος, επειδή ήτο
συνειθισμένος να έχη μύλον, απήτησε τον μύλον ως προίκα, και
η θεια-Συνοδιά ηναγκάσθη να τον δώση. Και αι δύο
οικογένειαι, από γονέων και προγόνων, είχαν ανατραφή εν μέρει
εις την πολίχνην, όπου είχαν οικίσκους, εν μέρει εις της
Κεχρεάς το ρέμμα, όπου είχαν τους μύλους των. Γυναίκες και
άνδρες, παίδες και κοράσια, δεν εφοβούντο να περιπατώσι την
νύκτα εις το δάσος.
Τους έλεγαν ολίγον «ελαφροΐσκιωτους», αλλ' αυτοί δεν
εφοβούντο τα στοιχειά. Είνε αληθές ότι οι ίδιοι διηγούντο
πολλάκις ότι έβλεπαν εξωτικά πράγματα, αλλ' ωμίλουν με
φιλόφρονα γλώσσαν περί φαντασμάτων. Δεν τους κατέτρεχαν, δεν
τους έκαμναν κακόν. Είχα φιλικάς σχέσεις μεταξύ των. Ο
Αγάλλος διηγείτο πολλάκις ότι είχεν ιδεί νεράιδας με τα μάτια
του, ότι του είχαν ομιλήσει, αλλ' αυτός εφυλάχθη καλώς να
ταις δώση απάντησιν, γνωρίζων ότι είχαν την δύναμιν «να του
πάρουν την μιλιά του». Μίαν φοράν πάλιν παρουσιασθείσα προς
αυτόν, όταν ήτο παιδί, εις τον μύλον του πατρός του, η Μοίρα
του, του είχε δώσει με την χείρα της έν φλωρίον. Το εβεβαίου,
και είχε ακόμη το φλωρί και το εδείκνυε. Μη νομίση τις ότι
ήτο απατεών, ότι δεν επίστευεν ο ίδιος ό,τι έλεγε.
Τουναντίον. Το επίστευε με τα σωστά του.
Εμπρός όμως εις την θεια-Συνοδιά κανείς δεν ηδύνατο να
παραβγή όσον αφορά τα εξωτικά πράγματα. Αυτή είχεν εκ γενετής
φιλικωτάτας σχέσεις με της νεράιδες. Εγνώριζε τα στοιχειά,
τους αράπηδες με την τσιμπούκα, της λάμιες και τους
καλικαντζάρους, όπου έρχονται τώρα τα Χριστούγεννα. Το
στοιχειό του σπιτιού ποτέ δεν κάμνει κακόν. Επιφαίνεται πότε
ως ήμερον αρνάκι, πότε ως κλώσσα με τα πουλιά. Η νεράιδες
αγαπούν να βγαίνουν την ημέραν εις τον ήλιον, όταν είνε
ζέστη, καταμεσήμερα, και να χορεύουν.
Να μη γελασθής και ανοίξης το στόμα σου, να ταις ομιλήσης,
γιατί θα σου πάρουν την φωνήν να μείνης βουβός. Ο αράπης με
την τσιμπούκα του, η καντίνα με τον φερετζέ της, βγαίνουν την
νύκτα εις τα ρέμματα και κάθονται κοντά εις της βρύσαις. Οι
καλικάντζαροι αγαπούν να σκιάζουν τον κόσμον, να κρύπτωνται
με τους καπνοδόχους και να παίζουν δυσάρεστα παιγνίδια. Κατά
τα άλλα είνε ακίνδυνοι. Μόνον ο βρυκόλακας είνε κακό πράγμα.
Θεός να φυλάη. Αλλά μόνον τη γενειά του κυνηγά.
Η θεια-Συνοδιά ήτο βεβαία ότι ο γαμβρός της δεν θα έπαθε
τίποτε από τους καλικαντζάρους, οι οποίοι, μόλις θα ήσαν εις
τον δρόμον τώρα, να έρχονται, διότι εξημέρωνε Χριστούγεννα.
Άλλως ο Αγάλλος ήτο σαββατογεννημένος, και είνε γνωστόν ότι
οι έχοντες το πλεονέκτημα τούτο δεν υπόκεινται εις εξωτικάς
επηρείας. Αλλ' εν τούτοις δεν ηδύνατο να εννοήση διατί ο
γαμβρός της εβράδυνε τόσον, αφού είχεν εκκινήσει από του
χωρίου μίαν ώραν προ αυτής, αφού αυτή είχεν έλθει από τον
ίδιον δρόμον τον συνήθη, δι' ου πάντοτε ήρχοντο.
— Από κει που αραδίζομε πάντα, παιδάκι μου, έλεγεν εις την
κόρην της, τι θελά πάθη; Τ' ήταν αυτό;
— Μην ήτο πιωμένος κ' έπεσε πουθενά με τα χιόνια;
— Δεν εφαίνετο νάνε πολύ πιωμένος, παιδί μου· και πού
βρεθήκανε τα χιόνια; Ο δρόμος ανοιχτός όλος πέρα-πέρα . . . .
Ολίγο πατημένο χιόνι δω εκεί . . . . Καμπόσο χιόνι έχει
μοναχά στα ψηλώματα. Και πού τα ίδετε σεις τα χιόνια; Να
βλέπατε στον καιρό του παππού μου, που ήμουνα μικρό κορίτσι,
δύο μπόια, τρία μπόια χιόνι . . . . Μας σφράγιζε μπροστά την
πόρτα, ίσα με το ανώφλιο, δυο οργυιαίς. Όσο να ξεχιονίσουμε
την πόρτα που παιδευόμαστε δύο ώραις με της τσάπες και με τα
φτυάρια, η σκεπή που ήταν καταφορτωμένη απ' τα χιόνια έπεφτε
κρακ, και μας πλάκωνε.
Τα δύο παιδία τα οποία είχαν χάσει την ευθυμίαν των, και ήσαν
έτοιμα να κλαύσωσιν, ύψωσαν ακουσίως τους οφθαλμούς προς την
οροφήν, την οποίαν είχε δείξει διηγουμένη και άμα
χειρονομούσα η γραία.
— Μάννα! τι λέει η μαννού; έκραξε βάλλουσα τα κλάμματα η
Λενιώ. Τον πατέρα τον επλάκωσε το χιόνι . . . . κ' εμάς θα
πέση η σκεπή να μας πλακώση!
— Σιώπα! σιώπα! μην κλαις, παιδί μου, έκραξεν η Αφέντρα,
έτσι το είπε, η μαννού . . . μη φοβάσαι, κι' ο πατέρας τώρα
θαρθή να σου φέρη και κοφέτα . . .
— Σιώπα, Λενιώ μου! είπε και η γραία. Εγώ ήρθα ξαργούγια να
σε σηκώσω ταχιά το πουρνό, να σε πάω στον ·Άι-Λια, να σε
μεταλάβω, κορίτσι μου . . .
— Κ' εμένα, κ' εμένα! έκραξεν ο Μανώλης.
— Κ' εσένα, μικρέ μου . . .
— Θα έχη λειτουργιά αύριο στον Άι-Λια; ηρώτησε λησμονήσασα
προς στιγμήν την ανησυχίαν της η Αφέντρα.
— Θα έχη . . . φτάνει πλεια, νισάφι, τόσον καιρό που μένετε
αλιβάνιστοι . . . Ετοιμάσου, κυρά μου, να στολιστής ταχύ-ταχύ
να πάμε . . . Ο άνδρας σου θα έστρεψε το δρόμο κ' επήγε
σε κανένα καλύβι να βρη κανένα φίλο του . . . ίσως πήγε να
ψωνίση τίποτε ξερή μυζήθρα και πρωτογαλιά φρέσκη για αύριο
. . Ησυχάσατε . . . Κι' όπου είνε, θα φτάση.
Τωόντι η γραία, αντί να μείνη εις το χωρίον να κάμη
Χριστούγεννα, μαθούσα ότι ο παππα-Κωσταντής ο Μπρικόλας
έμελλε ν' ανέλθη το πρωί, κατά πρόσκλησιν ποιμένων και
γεωργών τινων, εις το βουνόν να λειτουργήση το εξωκκλήσιον
του Προφήτου Ηλία, επροτίμησε να υπάγη εις της Κεχρεάς το
ρέμμα, να πειθαναγκάση την κόρην της και τα εγγονάκια της να
σηκωθώσι το πρωί ν' ανέλθωσιν εις το εξωκκλήσιον, το οποίον
ευρίσκετο εις το ήμισυ του δρόμου, επί οροπεδίου γείτονος της
κορυφής του βουνού, μίαν ώραν από το χωρίον και μίαν ώραν από
την Κεχρεάν, διά να λειτουργηθούν και μεταλάβουν, διά να τους
ανθρωπέψη ολίγον, έλεγε, καθόσον έμενον επί μήνας
αλειτούργητοι κάτω εις το βαθύ ρέμμα.
Εις τον ναΐσκον της Κεχρεάς, παλαιόν διαλυμένον μονύδριον,
προσηρτημένον ως μετόχιον εις το κοινόβιον του Ευαγγελισμού,
σπανίως ήρχετο ιερεύς να λειτουργήση, και, εάν ήρχετο, οι
εντός του ρεύματος διαιτώμενοι και ως ποταμαία καβούρια
στραβοπατούντες, ο Αγάλλος, η Αφέντρα, και τα δύο τέκνα των,
δυσκόλως θα έπαιρναν είδησιν ν' ανέλθωσι διά ν' ακούσωσι την
λειτουργίαν. Αφ' ότου ο Αγάλλος είχε πωλήσει την πατρικήν εν
τη πολίχνη οικίαν του, και κατώκει έκτοτε διαρκώς εις τον
νερόμυλον, άπαξ μόνον του έτους ελειτουργούντο, και τούτο
κατά την 23 Αυγούστου, ότε ο ναΐσκος της Κεχρεάς εώρταζε τα
εννηάμερα, ήτοι την μετάστασιν της Θεοτόκου.
Η γρηά-Συνοδιά έβαλε τέλος τας χείρας εις τους κόλπους της κ'
εξήγαγεν αυτήν πλήρη αμυγδάλων και λεπτοκαρύων, τα οποία
εμοίρασεν εις τα δύο παιδία. Εξεδίπλωσε και την μαύρην
καινουργή φουστάναν της, και εντός αυτής ευρέθη παραδόξως
προσόψιον φέρον τυλιγμένον μικρόν ευώδες χριστόψωμον, το
οποίον επρόσφερεν εις την κόρην της ειπούσα·
— Καλή χρονιά.
Η Αφέντρα εκένωσεν εις έν πινάκιον μέρος των λαχάνων κ' έβαλε
τα δύο παιδία να φάγωσι, βεβαία ούσα ότι, άμα έτρωγον, θα
εκοιμώντο αμέσως, και «διά να λείψη ο μπελάς τους και διά να
ξυπνήσουν πρωί».
Ο Μανώλης πρώτος, αφού έφαγε πρότερον τα αμύγδαλα, τα οποία
του είχε δώσει η μάμμη του, και ύστερον εμάσσησε και δύο
περονιαίς χόρτα, έκλεισε τα όμματα και απεκοιμήθη καθήμενος.
Η μήτηρ του τον κατέκλινε δίπλα εις την παραστιάν, επί
μαλλίνου κυλιμίου, τον εσκέπασε με μίαν άκραν της βελέντζας,
εσταύρωσε τρις το προσκέφαλόν του και τον άφησε να κοιμηθή.
Η Λενιώ δεν ηθέλησε να πλαγιάση, λέγουσα ότι ήθελε να
περιμείνη τον πατέρα της, όστις είχε τάξει να της φέρη ένα
ώμορφο στολίδι από το χωρίον. Αλλ' η γραία-Συνοδιά την
έλαβεν εις τα γόνατά της, την εσκέπασε με το παληό φουστάνι
της, και την εζέστανε, και την εχάδευσε τόσον, ώστε την έκαμε
να νυστάξη.
Εντός ολίγου απεκοιμήθη, και η μήτηρ της, λαβούσα αυτήν από
τα γόνατα της γραίας, λικνίζουσα άμα αυτήν διά των χειρών και
διά τινος μονοσυλλάβου «κι-κι», την επλάγιασε δίπλα εις τον
Μανώλην.
Ως τόσον ο Αγάλλος δεν εφάνη, και αι δύο γυναίκες, των οποίων
η ανησυχία ηύξησε καθόσον προυχώρει η νυξ, απαλλαγείσαι ήδη
της ενοχλήσεως των δύο παιδιών, έστησαν συμβούλιον περί του
πρακτέου. Η γραία είπεν ότι αν, Θεός να φυλάη, ο γαμβρός της
είχε πέσει πουθενά εις τον δρόμον, αυτή θα τον έβλεπε, διότι
είχεν έλθει από τον ίδιον, τον συνήθη δρόμον. Μόνον όταν
έφθασεν εις την Κεχρεάν, ηναγκάσθη να ομολογήση, ολίγον αργά,
δεν είχε περάσει πλησίον από το μοναστηράκι της Παναγίας.
— Γιατί; ηρώτησεν η κόρη της.
— Πήγα χαμ' λά, απ' τον Ιληώνα.
Βορειότερον ολίγον του μονυδρίου της Παναγίας της Κεχρεάς
ευρίσκετο είς ελαιών της. Αυτή, πριν φθάση εις την Παναγίαν,
είχε στρέψει κ' επήγε να ιδή τον ελαιώνα, αν και είχε
νυχτώσει ήδη. Εφοβείτο μήπως η προ πέντε ημερών πεσούσα χιών
είχε σπάσει τίποτε κλωνάρια από τα ελαιόδενδρα, κ' επήγεν ως
εκεί διά να ίδη και βεβαιωθή, ας ήτο και νυξ φθάσασα εκεί,
εβεβαιώθη ότι δεν είχε γείνει ζημία τις από την χιόνα, και
μείνασα ευχαριστημένη, εγύρισεν εις τον δρόμον της χαμηλότερα
διά του ρεύματος, κ' έφθασεν εις τον μύλον, χωρίς να περάση
από την Παναγίαν την Κεχρεάν.
— Τότε να πηγαίναμε ως εκεί να βλέπαμε, είπε δειλώς η
Αφέντρα, ήτις προς τον σκοπόν τούτον, ως φαίνεται, έσπευδε να
αποκοιμήση τα δύο παιδία.
— Δεν είνε φρόνιμο ναρθής εσύ, είπεν η Συνοδιά. Σα ξυπνήσουν
τα παιδιά, και ιδούν πως είνε μοναχά τους, θα κτυπηθούν, θα
ζουρλαθούν από το φόβο τους.
— Πώς να κάμουμε; είπεν η Αφέντρα.
— Να πάω εγώ μοναχή μου, να ιδώ, μην έπεσε πουθενά. .....
Μπορεί να μπήκε μες την Παναγιά να κάμη το σταυρό του.
— Πώς να πας μοναχή σου, πάλι;
— Θα πάρω και το λαδικό ν' ανάψω τα κανδήλια της Παναγίας
. . Κεράκια έφερα απ' το χωριό . . . Μη φοβάσαι!
— Και τι να έγεινε αυτός ο άνθρωπος! θα τρελλαθώ! θα ψηλώση
ο νους μου! έκραξεν η Αφέντρα, τείνουσα, να εξάψη ακόμη, ως
κάμνουν αι γυναίκες, δι' αυθαιρέτου αλλ' ασυνειδήτου
ενεργείας, τα εξημμένα νεύρα της.
Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη φωνή οξεία τραγουδιστού άδοντος:
Τζιμ, τζιμ, τζιμ, τζιμ, παγώνα μου!
έλα κοντά στο γόνα μου . . .
— Α! να ο Παγώνας είνε, είπεν η γρηά-Συνοδιά. Στάσου να τον
φωνάξουμε.
Και χωρίς να περιμένη την συγκατάθεση της θυγατρός της, η
θεια-Συνοδιά κατέβη εις το ισόγειον, ήνοιξε την εξώθυραν
του μύλου, και ήρχισε να κράζη δυνατά·
— Παγώνα! ε! Παγώνα!
Ο τραγουδιστής διήρχετο επί όνου καθήμενος, απέναντι του
μύλου, επί της ετέρας κατωφερείας του ρεύματος, κατερχόμενος.
μονοπάτι φέρον από του δάσους Αραδιά εις τον αιγιαλόν της
Κεχρεάς.
Δεν εφαίνετο εις το σκότος ανάμεσα εις τα δένδρα. Αλλ'
ηκούετο το βήμα του όνου, η βέργα η πλήττουσα τα νώτα αυτού
και το κέλευσμα του αναβάτου «α! ντε, ντε! όξου», το οποίον
ούτος απηύθυνε προς το υποζύγιον οσάκις διέκοπτε το προσφιλές
άσμα, εις το οποίον ώφειλε και το παρατσούκλι, δι' ου τον
είχε καλέσει η θεια-Συνοδιά.
Ήτο παραγυιός γεωργοκτηματίου τινός κατοικούντος εις την
πόλιν, κ' έβοσκε τα βώδια του κυρίου του κάτω εις την Αγίαν
Ελένην, όπου ούτος είχεν εκτεταμένους αγρούς με μικράν
έπαυλιν, κ' επέστρεφεν αργά εις την έπαυλιν, όπως όχι σπανίως
του συνέβαινε.
— Παγώνα! ε! Παγώνα!
— Τι θέλεις, θεια-Συνοδιά; απήντησεν ο νεαρός αγρότης
γνωρίζων την φωνήν της.
— Έρχεσαι τα-ίσα απ' το χωριό, ή όχι;
— Έρχομαι, απ' το χωριό, απ' τον ·Άι-Γιαννάκη, απ' του
Συνοδάρη, απ' τη βρωμόβρυσι, απ' τα Φιλιππέικα, απ' της
Μαμούς το ρέμμα, απ' της βίγλαις, απ' του Σαμέλου, απ' το
Πετράλωνο . . .
— Όλα αυτά τα μέρη τα έχεις γυρίσει, Παγώνα;
— Όλα, κι' άλλα ακόμα . . .
— Μην είδες πουθενά τον γαμπρό μου τον Αγάλλο;
— Το γαμπρό σου τον Αγάλλο; . . . Πώς! δεν ήρθε; .. Θα ηύρε
πουθενά τη μοίρα του πάλι . . . Ίσως να τον ωνείρεψε να πάη
πουθενά ναυρή τίποτα γρόσια, και του είπε να πάη νύχτα, για
να μη τον ιδή κανείς . . . Ή τίποτα στοιχειά θα ηύρε στο
δρόμο κ' έπιασε κουβέντα μαζί τους, κ' εξέχασε . . .
— Άφτε τώρα τα χωρατά, γιατί μας έπιασε μεγάλος φόβος,
καϋμένε . . . . Μην τώχεις μικρό πράμμα . . . . Ποιος ξέρει
αν έπαθε και τίποτα. . . . Μου κάνεις τη χάρι, Παγώνα μου, να
πάμε μαζί ως απάνου, στην Παναϊά, να ιδούμε, μην είνε
πουθενά;
— Πάμε, τι θα χάσουμε; είπε πρόθυμος ο νέος.
Και διευθύνας το υποζύγιόν του προς την κοίτην του ρεύματος,
έφθασεν εις μέρος όπου είξευρεν ότι το ρεύμα εστένευε μέχρι
δύο σπιθαμών πλάτους, εβίασε τον όνον του, όστις εκοντοστάθη
και δεν ηθέλησε να πατήση εις τον νερόν, να υπερβή το ρεύμα,
και έφθασεν έμπροσθεν του μύλου.
Η Αφέντρα, πεισθείσα να μείνη αυτή μετά των τέκνων της εις
τον μύλον, ήναψε μικρόν φανάριον, και έβαλεν εις καλάθιον το
ληκύθιον του ελαίου και τρία κηρία. Η θεια-Συνοδιά εφόρεσε
την φοράν ταύτην την μαύρην φουστάναν της, έβαλε και τα
τσόκαρα εις τους πόδας, και λαβούσα το καλάθιον και το
φανάρι, ηκολούθησε τον Παγώναν, όστις επέζευσεν, έδεσε τον
όνον του εις την ρίζαν δένδρου κ' εξεκίνησε πεζός.
Ο Παγώνας προεπορεύετο σιωπών, διότι ιδών την αγωνίαν της
ανησυχούσης περί του συζύγου γυναικός, είχεν αισθανθή
στενοχωρίαν τινά ομοίαν με σέβας, και είχε παύσει αυθορμήτως
το εύθυμον άσμα του.
Η θεια-Συνοδιά τον ηκολούθει αργοπατούσα επί του υγρού
στενού δρομίσκου, όπου προ μικρού είχε πατηθή και σκληρυνθή η
χιών, κατελθούσα εις λεπτόν στρώμα, και μέχρι του χθαμαλού
κοιλώματος, του δρομικού και γείτονος της θαλάσσης. Εκύτταξε
δι' αυθορμήτου κινήματος δεξιά και αριστερά, μέσα εις τα
κλαδιά τα διαχαράσσοντα κατά μήκος εν πρασίνω δροσερώ πλαισίω
τον ανωφερή δρομίσκον, μετ' εμφύτου τρόμου, φοβουμένη μη ίδη
έξαφνα εξηπλωμένον ανάμεσα εις ένα σχοίνον και μίαν κομαριάν
το σώμα του γαμβρού της. Διότι ανησύχει πολύ, και δεν είξευρε
τι είχε γείνει, ο προκομμένος. Ενίοτε από υψηλόν τινα θάμνον
κατέπιπτε μετά τριγμού και κρότου, αποσπωμένη από τα κλαδία,
τολύπη τις χιόνος, θωπεύουσα δροσιστικώς τους οφθαλμούς και
τα μέτωπα των δύο νυκτοβατών. Αριστερόθεν κατήρχετο διά μέσου
των κλάδων και των θάμνων τελευταία τις ασθενής ριπή του
Βορρά, επισκεπτομένη εις τα χθαμαλώτερα εκείνα μέρη την
παρθενικήν αδελφήν της, την χιόνα, σκληρύνουσα αυτήν επί των
κλώνων των δένδρων, περί ους είχε περιχυθή καταστρώσασα
μεγαλοπρεπώς τους πολυκλάδους και απειροποικίλους
σχηματισμούς των. Ουχί άνευ λόγου ωνομάσθη Πρωτεύς το
πρόσωπον εκείνο της αρχαίας μυθολογίας. Αλληγορικώς ηθέλησε
να δείξη ο πλαστικός νους του εκλεκτοτάτου πάντων των λαών
ότι έν πρωτογενές φύτρον εμφυσηθέν υπό του Δημιουργού εις την
πλάσιν δι' απείρων συνδυασμών, διαιωνιζόμενον έμελλε να
παράγη τόσον άπειρον ποικιλίαν τύπων και μορφών κατά άτομα,
ώστε ούτε φύλλον να μην ομοιάζη απαραλλάκτως με φύλλον, κατά
την αληθεστάτην παροιμίαν.
Δεξιόθεν, από την άλλην πλευράν του ρεύματος, ήρχιζε το δάσος
του Αραδιά εκ χιλιετών δρυών, να σχηματίζεται και ν' ανέρπη
ολονέν ανά το βουνόν, το κορυφούμενον υψηλά άνω, εις τον
άγιον Κωνσταντίνον, και το βουνόν ήτο ορθόν, απότομον, κ'
εφαίνετο ως πελώριος τοίχος καλυπτόμενος υπό κισσού. Και η
χιών έστιλβε τήδε κακείσε ανάμεσα εις την επιφάνειαν του
σκοτεινού δρυμώνος, λευκόν μυστήριον, σιωπηλόν, εν τη γλώσση
των άστρων ανταποκρινόμενον, επάνω με την πούλιαν, με τον
πολικόν αστέρα, με την Άρκτον και με τον Γαλαξίαν. Και διά
της ριπής του Βορρά, όστις εφύσα εις τα φύλλα των παναρχαίων
δένδρων, ο δρυμός, μεγαλοπρεπής, στοιχειωμένος, ασινής,
ανάλωτος από εμπρησμόν, ως λέγουσι, βλάπτων τον υλοτόμον
όστις θα ετόλμα να υψώση εναντίον του πέλεκυν ασεβή, διηγείτο
εις γλώσσαν ακατάληπτον εις πάντας πόσους καιρούς και χρόνους
είχε ζήσει, και πόσας γενεάς ανθρώπων είχεν ιδεί διαμαχομένας
αλλήλας, χωρίς οι μεταγενέστεροι να διδάσκωνται εκ της πείρας
των προγενεστέρων και γίνωνται λογικώτεροι. Και η φριξ του
δρυμού, ριγηλή, παγερά, θρηνώδης, θροούσα διά δένδρων και
κρημνών, έφθανεν αντικρύ εις την άλλην ημερωτέραν πλευράν,
και μετέδιδε το ρίγος της εις τους ώμους και την ράχιν των
δύο νυκτερινών οδοιπόρων.
Είχαν φθάσει ήδη εις το πρώτον ύψωμα, οπόθεν ήρχιζαν να
εκτείνονται αριστερά των ελαιώνες. Αίφνης ο Παγώνας, ίσως
διότι ησθάνετο κρύος και ήθελε να ζεσταθή, ίσως και διά να
παρηγορήση κάπως την θεια-Συνοδιά, την οποίαν έβλεπε
λυπημένην και ανησυχούσαν διά τον γαμβρόν της, ήρχισε πάλιν
να τραγουδή τον προσφιλές άσμα του:
Τζιμ, τζιμ, τζιμ, τζιμ, παγώνα μου!
έλα κοντά στο γόνα μου . . .
Η θεια-Συνοδιά ήτις έμεινεν επί τινας στιγμάς κυττάζουσα
προς το ανατολικόν μέρος, τον διέκοψεν αποτόμως·
— Για ιδές, του λέγει, τ' είν' εκεί;
Του έδειχνε τον θόλον του ναΐσκου της Παναγίας της Κεχρεάς,
όστις υπερείχε των τοίχων του ναού και του μονυδρίου, και
είχεν αρχίσει να φαίνεται ήδη όπισθεν των δένδρων, τη βοηθεία
λάμψεως τίνος επιφανείσης αίφνης. Όπισθεν του δυτικού τοίχου
του μονυδρίου, όστις ήτο χθαμαλώτερος, απλούς και άνευ
κελλίων, σπινθήρες τίνες ανήρχοντο εις τον ουρανόν φωτίζοντες
τον θόλον και το δυτικόν της οροφής του ναΐσκου, ως να ήτο
πυρά τις αναμμένη εντός του περιβόλου.
Η θεια-Συνοδιά έκαμε τον σταυρόν της κ' εστέναξε·
— Παναΐτσα μου!
— Τι να είνε τάχα; είπεν ο Παγώνας, αναγκασθείς να διακόψη
και δευτέραν φοράν το άσμα του.
— Δεν απέρασες από την Παναΐά, πρωτήτερα, που ηρχόσουν κάτω;
— Όχι!
— Ούτ' εγώ. Πάμε να ιδούμε;
— Πάμε!
Η Αφέντρα επερίμενεν εις τον νερόμυλον, ζαρωμένη παρά την
εστίαν πλησίον των παιδίων της κοιμωμένων. Δεν ηκούοντο πλέον
ούτε παραμύθια, ούτε τραγούδια εις τον σιωπηλόν μύλον, δεν
ήτο η παρουσία της μητρός της, ήτις την παρηγόρει διά του
ευθύμου και θαλερού γήρατός της, και αυταί αι αναμνήσεις του
γάμου της, ανακληθείσαι προς στιγμήν, έφυγαν, μη θέλουσαι να
επιφοιτώσιν εις θλιμμένον πνεύμα και εις μελαγχολικόν
οικίσκον. Μόνος ήχος ηκούετο και μόνη συντροφιά της ήτο η
αναπνοή των κοιμωμένων παιδίων και ο ροίβδος του πυρός ον
ανέδιδον κάποτε οι καίοντες δαυλοί, και το όμμα της έμενε
προσηλωμένον ακουσίως εις το κανδήλιον, το καίον εμπρός εις
την εικόνα το Τριμόρφι, ην είχε λάβει προίκα, φέρουσαν εν τω
μέσω τον Χριστόν, όρθιον, ολόσωμον, ευλογούντα διά της δεξιάς
και τόμον εν τη αριστερά κατέχοντα, μετά του πράου βλέμματος,
της ωραίας κάλλει μορφής, του σχιστού ξανθού γενείου, με το
ιμάτιον κυανούν και ερυθρόν τον άρραφον χιτώνα· δεξιόθεν του
Χριστού την υπεραγίαν Θεοτόκον, αριστερόθεν τον τίμιον
Πρόδρομον, αμφοτέρους πλαγιόθεν, κύπτοντας μ' εσταυρωμένας
τας χείρας παραπλεύρως του Κυρίου.
Και δίπλα εις το Τριμόρφι εκρέμαντο από καρφίον συνημμένα,
εις τεμάχιον λευκού πέπλου τυλιγμένα, τα δύο στέφανα, τα
στέφανα του γάμου. Α! ήρχοντο, ναι, ακόμα αι αναμνήσεις του
γάμου, αλλ' ήρχοντο απαίσιαι, και κατ' άλλην όψιν. Διότι η
μήτηρ της όχι ολίγας φοράς της είχεν είπει έκτοτε, ότι
εφοβείτο πολύ τα μάγια, τα οποία ήτο πιθανόν να της κάμη η
άλλη, η αντίζηλος, η παραγκωνισθείσα κόρη και αδικηθείσα
ορφανή. Τα στοιχειά δεν τα εφοβείτο τόσον, και ας την έλεγαν
ελαφροΐσκιωτην, ή μάλλον δι' αυτό την ωνόμαζον ούτω, διότι,
όσα και αν έβλεπε, δεν είχε φόβον. Αλλά ως προς τα μάγια
όμως, το πράγμα διαφέρει. Κατ' αρχάς εφοβείτο, μη η άλλη «της
ρίξη τα κορίτσια», σκοπός όστις κατορθούται διά τινων επωδών
μελετωμένων όταν αναγινώσκωνται αι ευχαί του αρραβώνος αμέσως
προ της κυρίως τελετής του γάμου. Ο φόβος της επετάθη κατ'
αρχάς, όταν η θυγάτηρ της έτεκε θήλυ εις την πρώτην γένναν
της, αλλ' εμετριάσθη όταν έκαμεν άρρεν εις την δευτέραν. Τα
μάγια δεν έπιασαν, είπεν. Ακολούθως βλέπουσα ότι ο γαμβρός
της, ο προκομμένος, δεν επήγαινε καλά εις τας υποθέσεις του,
ότι είχεν αναγκασθή να πωλήση την πατρικήν οικίαν και να
γείνη αγρομερινός, απεφάνθη·
— Δεν θα κάμης προκοπή, θυγατέρα.
Επόμενον ήτο. Δεν είνε μικρόν πράγμα αυτό, να πάρης την τύχην
της ορφανής, για να παντρευτής του λόγου σου. Αλλά πώς να
κάμουμε πάλι; Πώς να ζήση κανείς; Ζωή είνε αυτό, πόλεμος
είνε. Το να φθάση τις εις την τελειότητα, να προτιμά άλλον
από τον εαυτόν του . . . είνε ως να αποφασίση να μη ζήση εις
τον κόσμον αυτόν. Ψηλώνει ο νους του άνθρωπου να το
συλλογίζεται. Του έρχεται να πάρη τα όρη — τα βουνά.
Αλλά μη αυτό ήτο τάχα το μεγαλείτερον κακόν, το οποίον εξ
ανάγκης συμβαίνον κάποτε, επέφερεν αδιάλλακτον έχθραν μεταξύ
δύο οικογενειών; Υπήρχον και άλλα χειρότερα. Μικρόν χωρίον,
μεγάλη κακία. Το μίσος εμαίνετο, και μαινόμενον εβασίλευεν,
εν μέσω οικογενειών και ατόμων. Εκυκλοφόρει εις όλος τας
αρτηρίας, εις όλας τας φλέβας της μικράς κοινωνίας. Ο άγιος
νόμος του Χριστού κατεπατείτο, απεδίδετο πάντοτε κακόν αντί
κακού, πολλάκις κακόν αντί αγαθού, ουδέποτε αγαθόν αντί
κακού. Ανυπέρβλητος φραγμός εχώριζε τα δύο κόμματα, τας δύο
φατρίας. Έλεγες ότι συνέζων διά να μισώνται, ότι η τύχη τους
έβαλε συγκατοίκους της αυτής πόλεως διά να τρώγονται. Ο
εκάστοτε ισχυρός της ημέρας, δήμαρχος ή βουλευτής ή όπως
εκαλείτο, εφήρμοζε κατά πλάτος το δημώδες αξίωμα: «Τώνα
παιδί, καλό παιδί· τάλλο δεν είχε μάννα». Ήτο προστάτης της
οικογενείας, των οικείων, των φίλων, του κόμματος, όχι
προστάτης της πόλεως. Κατόπιν της κυρίας ταύτης διαιρέσεως,
ήρχοντο άλλαι μυρίαι υποδιαιρέσεις. Η μία συνοικία εκήρυττε
πόλεμον κατά της άλλης συνοικίας. Πάσα οικογένεια πόλεμον
κατά της άλλης οικογενείας. Παν άτομον πόλεμον κατά του άλλου
ατόμου. Ο γείτων δεν έλεγε μίαν καλημέραν, που είνε του Θεού,
εις τον γείτονα. Έκαστος έχαιρε να βλέπη τον άλλον
δυστυχούντα. Προκείμενοι περί κληρονομίας τινός, οι συγγενείς
κληρονόμοι ετρώγωντο τις ν' αρπάση τα πλείονα. Θα ηφανίζοντο
μάλλον εις τα δικαστήρια, θα επωλούντο σκλάβοι εις την
Βαρβαρίαν, παρά να ίδωσι τον συγγενή να έχη περισσότερα απ'
αυτούς. Δι' έν στρέμμα αγρού ήσαν ικανοί να φαγωθώσι μεταξύ
των, ν' αφανισθώσιν εις «προσωρινά μέτρα» εις «διεξαγωγάς»,
εις «εφέσεις» και κόντρα-εφέσεις. Εάν κακότυχόν τι
ελαιόδενδρον συνέβαινε να κλίνη τον ένα κλώνα προς τον
παρακείμενον αγρόν, ο γείτων διά νυκτός έτρεχε με την τσάπαν
του να περισκάψη το σύνορον, να μεταθέση την «αποσκαφήν». Την
επαύριον το ελαιόδενδρον έκπληκτον εξημερώνετο εις τον
ελαιώνα του γείτονος. Είχεν αλλάξει κύριον την νύκτα.
Μάχαι ολόκληροι συνεκροτούντο δι' έν θήλιασμα ελαιώνος, διά
τρία κλήματα αμπέλου, δι' ήμισυ «πινάκι» σιτοφόρου αγρού. Και
αι ελαίαι από επτά ετών είχον παύσει να καρποφορώσιν, ως να
απηξίουν να λιπάνωσι διά του καρπού των τας κεφάλας των
αμαρτωλών και τα κλίματα προώρως ωχραινόμενα δεν παρείχον
ωρίμους τους οινωπούς βότρυς, αρνούμενα να ευφράνωσι διά του
αμβροσίου χυμού των τας καρδίας αναξίων ανθρώπων, και ο
ξανθός στάχυς της γης έκυπτε προώρως την μαραινομένην κεφαλήν
προς την μητέρα του, ζητών να επιστρέψη ταχέως εις τα στέρνα
αυτής, μη θέλων να θρέψη κοιλίας ασεβών ανθρώπων.
Τοιούτους πολέμους διεξήγον προς αλλήλους οι άνδρες και
τοιαύτα λάφυρα απεκόμιζον. Αλλά μη αι γυναίκες ήσαν
ολιγώτερον μάχιμοι;
Η μήτηρ δεν ήθελε το καλόν της κόρης, η πενθερά εμίσει
ολοψύχως την νύμφην. Η νύμφη δεν έλεγε καλημέρα εις την
ανδραδέλφην.
Δι' ένα απρόσεκτον λόγον, διά μίαν ελαφράν κακολογίαν, την
οποίαν ευρίσκοντο πρόθυμοι οχετοί όπως μεταβιβάζωσι
μεγαλοποιημένην συνήθως εις το ενδιαφερόμενον πρόσωπον, ήσαν
ικαναί να μην ομιληθούν ισοβίως. «Ούτε τα κόκκαλά μας να μη
σμίξουν», ήτο η πολεμική κραυγή εις τας τάξεις των γυναικών.
Η θεια-Συνοδιά είχεν ιδεί μίαν νύκτα τρομακτικόν όνειρον,
το οποίον θα ήτο σωστή οπτασία, αν δεν το είχεν από πριν εις
το νουν της. Απεκοιμήθη μίαν εσπέραν ελαφρά, υποψιθυρίζουσα
καθ' εαυτήν την λέξιν ταύτην, την οποίαν της είχεν
εκσφενδονίσει την ιδίαν ημέραν μία συγγενής εχθρά της: «Ούτε
τα κόκκαλά μας να μη σμίξουν!» Απεκοιμήθη και ενθυμείτο το
κοιμητήρι, το οστεοφυλάκιον του παλαιού νεκροταφείου της
μικράς πόλεως, πλησίον του οποίου συχνά επερνούσεν
επιστρέφουσα την εσπέραν από τον αγρόν της, και όπου έβλεπε
τα λευκά ή κιτρινωπά κόκκαλα των νεκρών, όλα φύρδην μίγδην,
όλα ομού κείμενα, χωρίς να δύναται οφθαλμός να διακρίνη τίνα
ήσαν το οστά των υπαρξάντων πάλαι ποτέ φίλων και τίνα τα των
εχθρών. Εκεί, ενώ ελαγοκοιμάτο μόλις, της εφάνη ότι διήρχετο
έξωθεν του κοιμητηρίου, και ακούει φοβερόν κρότον συρράξεως
σκληρών σωμάτων. Ύψωσε τους οφθαλμούς και βλέπει τα κόκκαλα
των νεκρών ορθά, σηκωμένα επάνω, κινούμενα, τα βλέπει να
συνταράσσονται και να κτυπώνται αμοιβαίως. Η ωλένη εκτύπα την
ωλένην, ο βραχίων τον βραχίονα, η περόνη την περόνην, η
πλευρά την πλευράν, ο σπόνδυλος τον σπόνδυλον. Δύο κρανία
γυμνά, τα οποία ευρέθησαν εκεί ως παραπεταμένα, ίσως διότι
δεν ηξιώθησαν εντίμου ανακομιδής και τριτοετούς μνημοσύνου,
κατεσυνετρίβησαν από την χάλαζαν των πληγών, όσας υπέστησαν
από τας εξαγριωθείσας κνήμας. Η θεια-Συνοδιά, βλέπουσα το
παράδοξον θέαμα, εδοκίμαζε να κάμη τον σταυρόν της κ'
εψιθύριζε: Κύριε ελέησον! Και πώς να μη παραξενευθή, ας ήτο
και καθ' ύπνον; Φαντασθήτε να βλέπη τις τα κόκκαλα των νεκρών
εις το κοιμητήρι να ζωντανεύουν, να ορθούνται, να κτυπώνται
μεταξύ των και να κάμνωσι τοιούτον φοβερόν θόρυβον! (1)
Τέλος, ενώ έμενεν έντρομος βλέπουσα και διαπορούσα τάχα τι θα
απογείνη, ακούει δυνατόν ροίβδον και πάταγον έτι μεγαλείτερον,
και βλέπει τον ένα τοίχον του κοιμητηρίου, τον
βορεινόν, όστις ήτο υψηλότερος των άλλων, να καταρρεύση
έξαφνα διά μιας προς τα έσω, να πλακώση όλα τα κόκκαλα και να
τα κάμη σύντριμμα. Η θεια-Συνοδιά εσκέφθη χαιρεκάκως: «Καλά
να τα κάμη», κ' εξύπνησεν.
Ήθελε να είπη το δράμα τούτο, το οποίον προ ολίγων ημερών
μόνον είδεν, εις τον πνευματικόν, και δεν ηυκαίρησε την
παραμονήν των Χριστουγέννων να υπάγη. Ήλπιζεν ότι θα είχε
καιρόν το πρωί, εις τον Άγιον Ηλίαν, όπου εμελέτα να μεταβή,
όπως εξομολογηθή κ' ελαφρύνη την συνείδησίν της. Αλλ' ελθούσα
εις τον μύλον βλέπει ότι ο γαμβρός της ήτο απών, και δεν
ηδύνατο να εννοήση πόθεν η παράδοξος αργοπορία του. Τώρα
είχεν αφήσει την κόρην της περιμένουσαν μετά των κοιμωμένων
τεκνίων εις τον μύλον, και αυτή μετά του Παγώνα, τον οποίον
ευμενής πρόνοια είχε στείλει βοηθόν, «αρμένιζε» διά νυκτός,
καίτοι κατά ξηράν, άνω του ρεύματος, προς την Παναγίαν. Και η
Αφέντρα, κ' εκείνη, εμβλέπουσα εν τη μοναξία μέσα της,
καθημένη απέναντι εις το ωραίον εικόνισμα, το Τριμόρφι,
ησθάνετο την ανάγκην ν' ανακουφίση την συνείδησίν της. Προ
του γάμου είχε τείνει το ους εις ανοήτους εισηγήσεις γυναίων
τινών περί μαγείας και περί ποτίσματος γαμβρού, και διά μίαν
στιγμήν είχεν ελπίσει διά φαρμάκων και φίλτρων ν' αποστρέψη
την καρδίαν του μνηστήρος της από της ορφανής, της αντιζήλου,
και να την ελκύση προς το μέρος της. Και από επτά ετών,
εκατοντάκις είχεν αποφασίσει και ουδέ άπαξ έσχε την
γενναιότητα να εξομολογηθή την αμαρτίαν ταύτην.
Ήτο ήδη μεσονύκτιον, νυξ βαθεία, και η Αφέντρα, από την
βαθείαν εκείνην σιγήν, από τους αμυδρούς εκείνους κρότους,
τους τόσον λεπτούς, ώστε αδυνατεί τις να εννοήση αν είνε της
ακοής ή της φαντασίας, από το αόριστον εκείνο και μυστηριώδες
και ανεξήγητον θέλγητρον, χωρίς επί στιγμήν να νυστάξη,
ησθάνετο ότι είνε παράωρα. Νυξ μακρά του Δεκεμβρίου, χρόνος η
νύκτα. Αίφνης ακούει το πρώτον λάλημα του αλέκτορος. Ο
πετεινός, όστις με επτά όρνιθας εκοιτάζετο εις μικρόν
διάφραγμα όπισθεν της μυλόπετρας και της χοάνης του αλεύρου,
ως πασάς εις το χαρέμι του, είχεν αισθανθή την ώραν και
εξέβαλε την συνήθη κραυγήν του. Η Αφέντρα, ήτις είχεν αρχίσει
ν' αποναρκούται ήδη, χωρίς να κατακλιθή, αποτόμως εξύπνησε.
— Λαλεί τορνίθι, εψιθύρισε· πέρασαν το μεσάνυχτα . . . Κ' η
μάννα μου τι να έγεινε;
Ουδέν καλόν εσήμαινεν η αργοπορία αύτη της μητρός της. Και
όμως παραδόξως η ελπίς την εθέρμαινε, και ήτο βεβαία ότι
ουδέν κακόν είχε συμβή.
Ηγέρθη και συνεδαύλισε το πυρ. Έλαβε τον λύχνον, κατέβη εις
το ισόγειον, και επήρε ξηρά ξύλα, ναι επανελθούσα τα έρριψεν
εις την εστίαν. Είτα εκεί με τρις τον σταυρόν της προ της
αγίας εικόνος και είπε το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω», τας
μόνας προσευχάς τας οποίας είξευρε.
Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη βήμα ανδρικόν έξω. Έκρουσαν την
θύραν της. Ήτο η φωνή του Παγώνα. Εσηκώθη ν' ανοίξη.
Κατερχόμενος ο Αγάλλος σιγά — σιγά, αργοστόλιστος ως νύμφη,
την κλιτύν του βουνού, πριν φθάση εις την Κεχρεάν, ενώ είχε
νυκτώσει ήδη, δεν εχόρταινε να ενθυμήται τα καλά εκείνα
χρόνια, όταν ήτο ακριβώς γαμβρός, ζηλεμμένος και
πολυγυρεμένος, και είχε καλοπεράσει επί οκτώ έτη με δύο
αρραβωνιαστικαίς, πότε γελών την μίαν, πότε την άλλην.
Αλλ' όταν έφθασεν έμπροσθεν του παλαιού μονυδρίου της
Παναγίας της Κεχρεάς, κ' εστράφη αριστερά να κάμη τον σταυρόν
του προς την εκκλησίαν, διά της ανοικτής θύρας του περιβόλου
βλέπει μέγα φως εντός του ναού. Κάποια ευσεβής γυνή θα
ενθυμήθη ίσως ν' ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας, επί τη
παραμονή του Αχράντου Τοκετού της, και θα το είχε παρακάμει
εις το λάδι και τα φιτύλια, ώστε να μεταβάλλη τας κανδήλας
εις πυροφάνεια. Αλλά συγχρόνως ακούει φωνήν και ψίθυρον
έσωθεν του ναού, ως αναγνώσεις ή σιγανάς ψαλμωδίας μοναχών
προσευχομένων. Ποίος να ήτο; Το μονύδριον ήτο διαλελυμένον
από τον καιρόν της Αντιβασιλείας, ο ναΐσκος έμενεν έρημος.
Ο Αγάλλος δυνατόν να ήτο ελαφροΐσκιωτος, αλλ' ήτο και
σαββατογεννημένος και δεν εφοβείτο. Επλησίασεν εις την θύραν
του μονυδρίου, εισήλθεν εις τον περίβολον, διέβη την αυλήν
και εισήλθεν εις τον ναόν. Τα κανδήλια ήσαν αναμμένα
έμπροσθεν των εικόνων του τέμπλου, αλλά με κανονικά φώτα και
όχι ως πυροφάνεια. Αλλ' υπήρχον και δύο μεγάλαι λαμπάδες
καίουσαι εις τα μανουάλια, και πέντε ή έξ κηρία. Εντεύθεν το
πολύ φως.
Δεξιά εις την αχιβάδα, μοναχός τις, μεσήλιξ, φορών
επανοκαλύμμαυχον, έψαλλε το «Κύριε εκέκραξα». Εξημέρωνε
Δευτέρα και δεν είχε ψαλή ο εσπερινός το πρωί, ουδ' είχε
τελεσθή την παραμονήν η λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Αριστερά
έτερος μοναχός αντεφώνει εις τον πρώτον. Δύο ή τρεις άλλοι
μοναχοί ή δόκιμοι, με ράσα, αλλά χωρίς επανοκαλύμμαυχα,
ίσταντο εις το δυτικόν μέρος του ναού εντός των στασιδίων.
Έσωθεν του ιερού βήματος σεβάσμιος πρεσβύτης ιερομόναχος,
υψηλός, οστεώδης, πολιός, βαθυπώγων, με ωχρούς, λιποσάρκους,
και οιονεί διαφανείς τους χαρακτήρας του προσώπου, εξήλθε την
στιγμήν εκείνην με επιτραχήλιον, φελόνιον και κρατών το
θυμιατόν. Τίνες ήσαν όλοι αυτοί; Ο Αγάλλος πρώτην φοράν τους
έβλεπεν.
Ο σεβάσμιος πρεσβύτης εθυμίασε τας εικόνας πρώτον, είτα τον
δεξιόν ψάλτην, είτα τον αριστερόν, ακολούθως τους τρεις
μοναχούς ή δοκίμους και τελευταίον τον Αγάλλον. Ο Αγάλλος
υπέκλινε προς το θυμίαμα, είδε τους αλλοκότους ισχνούς και
διαυγείς χαρακτήρας του σεβασμίου πρεσβύτου, κ' επίστευσε
πλέον ότι επήγε ζωντανός εις τον Παράδεισον. Άλλως δεν
ηδύνατο να εξηγήση το δράμα.
Ουδείς των πέντε μοναχών έστρεψε βλέμμα προς τον νεωστί
ελθόντα. Μόνον ο τελευταίος, ο νεώτερος των ρασοφόρων, όστις
δεν εφόρει καλυμμαύχιον, αλλ' εκράτει υπό την μασχάλην
διπλωμένην την μαύρην σκούφιαν του, έστρεψε προς τον Αγάλλον,
όχι τον οφθαλμόν, αλλά τον κρόταφον και την ούλην στοιβήν της
κόμης του και το άκρον του κανθού, και τότε ο Αγάλλος έλαβε
το θάρρος να προσέλθη πλησίον του και να τον ερωτήση·
— Ποιοι είστε του λόγου σας;
Ο δόκιμος απήντησε διά νεύματος ότι δεν είνε καιρός εξηγήσεων
τώρα, αλλ' ο γεραρός πρεσβύτης, όστις είχεν επιστρέψει εις το
ιερόν βήμα, και εφαίνετο έχων το προορατικόν χάρισμα, έστρεψε
την κεφαλήν προς τον δόκιμον και του επέτρεψε διά νεύματος να
δώση εξηγήσεις εις τον αδελφόν.
Αφού ο Αγάλλος ηυχαρίστησε την περιέργειάν του, ήτο
αποφασισμένος ν' απέλθη, να καταβή εις τον μύλον, όπως
παραλάβη την γυναίκα και τα τέκνα του και υπάγωσιν όλοι ομού
εις την Παναγίαν, διότι οι παράδοξοι μοναχοί έμελλον να
ψάλωσι παννύχιον αγρυπνίαν και τελέσωσι λειτουργίαν προς τα
χαράγματα. Αλλ' ενώ ήτο έτοιμος ν' απέλθη, πάλιν έλεγε μέσα
του: «Ας καθίσω ακόμα λίγο», και πάλιν «ακόμα λίγο», και είχε
γείνει μεσονύκτιον ήδη χωρίς να αισθανθή τον κόπον. Διότι το
τρυφερόν και σεμνόν της ψαλμωδίας μεγάλως τον έτερπε.
Τέλος, μικρόν προ του μεσονυκτίου, ότε είχεν αρχίσει να
γίνεται ανάγνωσις του πανηγυρικού της ημέρας, ενώ ο Αγάλλος
είχε κινηθή να εξέλθη του ναού διά να πυρωθή ολίγον εις το
έξωθεν αναμμένον πυρ, κ' εσυλλογίζετο την ανησυχίαν της
γυναικός του, διότι ήτο βέβαιος ότι η πενθερά του θα έφθασεν
από την χώραν και επληροφόρησε την Αφέντραν περί της
αναχωρήσεώς του εκ της πολίχνης, βλέπει έξαφνα την πενθεράν
του και τον Παγώναν και παρουσιάζονται.
Ο Αγάλλος δεν άφησε τον ελαφρόν ίσκιον να ενεργήση διά την
γραίαν Συνοδιάν. Την εκάλεσεν έξω του ναού και της είπε ποίοι
τινες ήσαν οι μοναχοί εκείνοι.
Απεφασίσθη να υπάγη ο Παγώνας, όστις άλλως είχεν αφήσει
δεμένον τον όνον του έξωθεν του μύλου, και δώση απλήν είδησιν
εις την Αφέντραν, και της είπη ότι μετά δύο ώρας ακόμη θα
κατήρχοντο ο σύζυγός της και η μήτηρ της διά να εξυπνήσωσι τα
δύο τέκνα και οδηγήσωσι ταύτα και την μητέρα των εις την
Παναγίαν διά να λειτουργηθή.
— Ναι. Πλειότερα δεν ξέρω. Είπαν να κοιμηθήτε, και τώρα —
τώρα θαρθή ο Αγάλλος μαζί με τη θεια-Συνοδιά να σας
ξυπνίσουν, να σηκώσουν και τα παιδιά, να πάτε να μεταλάβετε.
Καλή νύκτα κι' αύριο με υγεία.
Μόλις η Αφέντρα επρόφθασε να κλέψη έναν ύπνον, και εκρούσθη η
θύρα του νερόμυλου. Ήτον ο Αγάλλος και η θεια-Συνοδιά.
Η Αφέντρα εξύπνισε τα παιδία, τα ένιψε, τα ενέδυσε, τα
εκτένισεν, εστολίσθη και αύτη με ό,τι πρόχειρον είχεν εις τον
μύλον και λαβόντες το φανάριον εξεκίνησαν και οι πέντε διά
την Παναγίαν.
Οι έξ μοναχοί ήσαν νεοφερμένοι πράγματι. Ήρχοντο εκ μιας των
Κυκλάδων, όπου είχον διατρίψει επί πολλά έτη ασκητεύοντες.
Έφθασαν προ ολίγων εβδομάδων, και οι πλείστοι των κατοίκων
δεν τους είχαν γνωρίσει ακόμη. Ο Αγάλλος πρώτην φοράν τους
έβλεπε, και διά τούτο του εφάνησαν ως παράδοξος οπτασία. Άμα
φθάσαντες, είχον αρχίσει να κτίζωσι κελλίον τι προς διαμονήν
των, στεγαζόμενοι προσωρινώς εις χωρικόν τι καλύβιον.
Επειδή δεν υπήρχε ναός εις το μέρος εκείνο, είχον κατέλθει να
εορτάσωσι τα Χριστούγεννα εις την Κεχρεάν, μιας ώρας δρόμου
απέχουσαν.
Οι μεν τους έλεγον αιρετικούς, οι δε τους εσέβοντο ως πολύ
εναρέτους. Η κοινή φήμη έλεγεν ότι ησπάζοντο τας δοξασίας
θρησκευτικού τινος διδασκάλου, τας οποίας είχεν αποκηρύξει η
Ιερά Σύνοδος. Το αληθές ήτο ότι ο εν λόγω διδάσκαλος, αυτός
μάλλον είχεν ακολουθήσει τινά των παλαιών εθίμων μοναστικής
τινος κοινότητος, λίαν αρχαιοπρεπούς, εις την οποίαν ανήκον
οι ασκηταί ούτοι. Ούτω συνέπεσαν εν μέρει εις τας δοξασίας.
Πολλοί όμως εφρόνουν ότι, επειδή το πολύ του λαού διψά
θρησκευτικής διδασκαλίας, οι δε αρμόδιοι και υπεύθυνοι
ουδεμίαν μέριμναν λαμβάνουσι προς θεραπείαν της ανάγκης
ταύτης διά των αγνών και ορθοδόξων, ουχί διά ξενοπρεπών και
κακοζήλων πηγών, επόμενον ήτο πολλοί ευσεβείς και
καλοπροαίρετοι άνθρωποι να πλανηθώσι, καλή τη πίστει,
ακούοντες τον χριστιανικόν λόγον, έστω και νοθευμένον, παντού
όπου αυτός ηχεί, διότι όταν αι βρύσεις και κρήναι θολωθώσιν,
οι δε υδρονομείς αποκρύπτωσι τα διαυγή νάματα, άνθρωποι και
κτήνη, διψώντες μέχρι θανάτου, θα προτιμήσουν να πίωσιν εκ
του θολού ρεύματος, ασθενή ευρίσκοντες ελπίδα σωτηρίας εν
τούτω μάλλον ή ν' αποθάνωσι της δίψης. «Ανθρώπους και κτήνη
σώσεις, Κύριε, ως επλήθυνας το έλεός σου, ο Θεός».
Η θεια-Συνοδιά εξωμολογήθη εις τον πατέρα Ιεζεκιήλ (ούτως
εκαλείτο ο προϊστάμενος της αδελφότητος ιερομόναχος), και
ούτος την ωδήγησεν ότι, εάν η ορφανή κόρη, η παραγκωνισθείσα
διά του γάμου της θυγατρός της, έμεινεν έκτοτε άγαμος,
οφείλει, όπως τύχη συγχωρήσεως, να συντέλεση αυτή το κατά
δύναμιν προς αποκατάστασίν της· εάν όμως εκείνη υπανδρεύθη ή
απέθανεν έκτοτε, τότε ανάγκη να κάμη άλλας ελεημοσύνας, ως
και έν σαρανταλείτουργον εις τον ναόν της ενορίας της, κατά
προτίμησιν.
Επειδή η θεια-Συνοδιά έδωκε την πληροφορίαν ότι η κόρη ήτο
άγαμος ακόμη, ο πρώτος κανών της επεβάλλετο.
Εις την Αφέντραν, ήτις έσχε τέλος το θάρρος να εξομολογηθή το
αμάρτημα της μαγείας, έδωκε, κανόνα μακράν αποχήν από της
Μεταλήψεως και προσθέτους νηστείας και προσευχάς. Την
εσυμβούλευσε ν' ανάψη και μεγάλην λαμπάδα εις την αγίαν
Αναστασίαν την Φαρμακολύτριαν.
Τα δύο παιδία μετέλαβον της ιεράς Κοινωνίας, και η οικογένεια
όλη επέστρεψεν άμα τη ανατολή του ηλίου εις τον μύλον της.
Η ΔΑΣΚΑΛΟΜΑΝΝΑ
— Ακούστε εμέ να σα πω! Να μην ανοίγετε χαρτί! . . . Να μην
ακούτε το δάσκαλο! . . . Να μη φοβάστε τσ' πατεράδες σας!
. . Να δέρνετε τσ' μαννάδες σας! . . .
Ούτως ηγόρευε προς θορυβώδη όμιλον δεκαετών και δωδεκαετών
παιδίων, αναβάς επί του τελευταίου θρανίου του απωτάτου από
της δασκαλοκαθέδρας, ο Γιαννιός ο Βρυκολακάκης, είς των
μεγαλειτέρων μαθητών. Εφοίτα από επταετίας και ήτο ήδη
δεκαπενταετής, αλλά μόλις είχε μάθει να διαβάζη συλλαβιστά!
Ενθυμούμενος τα παλαιά εκείνα χρόνια, δεν έπαυε να οικτείρη
την παρούσαν κατάστασιν του σχολείου, όπου όλα τα παιδιά ήταν
μικρά, όλο σμαρίδα, όλο αθερίνα. Πρώτα ήταν όλο μεγάλοι. «Πού
να ήσαστε σεις τον καιρό που ήτον ο άλλος ο δάσκαλος, ο
Φλάσκος Φλασκο-μπιμπίνος, ο κιτρινιάρης!» Και σείων την
κεφαλήν, διηγείτο προς τους μικρούς μαθητάς, οίτινες τον
ήκουον εκπέμποντες μεγάλα επιφωνήματα θαυμασμού, πώς ο
Τζώρτζης ο Σγούρας, δεκαοχτώ χρόνων, υψηλός, με ανορθωμένα
σγουρά μαλλιά, τα οποία δεν ηδύνατο να διευθετήση το κτένιον,
έδειρε μίαν φοράν τον άλλον διδάσκαλον, «τον Φλάσκο Φλασκο-
μπιμπίνο, τον κιτρινιάρη», πολιορκήσας αυτόν όπισθεν της
δασκαλοκαθέδρας, και κατενεγκών τρεις σφιγκτούς γρόνθους κατά
του στέρνου του, διότι ο διδάσκαλος ηπείλησε να τον κλείση
εις το κάτωθεν της δασκαλοκαθέδρας σωφρονιστήριον, όπου
έβοσκον βλατούδες και ψαλλίδες πολυποδαρούσες και όχι ολίγοι
ποντικοί. Πώς ο διδάσκαλος είχε συγκαλέσει την επιτροπήν και
απήτει την αποβολήν του Τζώρτζη, αλλ' η επιτροπή αντέτεινε,
μη θέλουσα να δυσαρεστήση τους οικείους του μεγαλοσώμου και
φριξότριχος μαθητού. Πώς παραδόξως, δηλ. λίαν ευλόγως, ο
Τζώρτζης ευρέθη σύμφωνος με τον διδάσκαλον εις το κεφάλαιον
τούτο, καθόσον, αφού επί δεκαετίαν, είχε φοιτήσει εις το
σχολείον, και μόλις είχε μάθει να συλλαβίζη (μόνον ότι
συνέχεε κάποτε το &η& με το &π& και το &ζ& με το &ξ&,
ησθάνετο νυν ακατάσχετον πόθον να διαρρήξη τ' αφόρητα εκείνα
δεσμά και να εμβαρκάρη με το καράβι του θείου του! Ίσως
μάλιστα δι' αυτό το έκαμεν, έδειρε τον διδάσκαλον επίτηδες
διά να τον αποβάλουν. Και τότε η επιτροπή έπεισε τους
οικείους του, να τον αποσύρωσιν ευσχήμως.
Τοιαύτα τινα πορίσματα της αλληλοδιδακτικής μεθόδου υπέβαλλε
συχνά εις την μελέτην των συμμαθητών του ο Γιαννιός ο
Βρυκολακάκης. Την ημέραν δ' εκείνην είχεν αναβή επί του
θρανίου και απήγγελλε την διδαχήν, την οποίαν ο διδάσκαλος,
κύπτων, επί της τραπέζης του, πνιγομένων των λέξεων εν μέσω
του θορύβου δεν ήκουεν, ουδ' έβλεπε καν τον υψηλόν μαθητήν,
όστις προς την δασκαλοκαθέδραν βλέπων (ο διδάσκαλος εκάθητο
ενώπιον της τραπέζης κάτω της δασκαλοκαθέδρας) επροφυλάσσετο,
και ήτο έτοιμος να πηδήση κάτω του θρανίου, αν ο διδάσκαλος
έστρεφε το βλέμμα προς τα εδώ.
Ταύτα συνέβαιναν καθ' ον χρόνον ο διδάσκαλος, μεγαλόσωμος με
ηρακλείους ώμους και βραχίονας, επικαλούμενος συνήθως η
«Δασκαλομάννα», προ μικρού είχεν εισέλθει εις το σχολείον,
και σχετική ησυχία επεκράτει μεθ' υπόκωφου βοής, ομοία με την
φουσκοθαλασσιάν. Αλλά προ ημισείας ώρας, εάν τις διήρχετο εις
απόστασιν διακοσίων βημάτων έξωθεν του σχολείου θα ενόμιζεν
ότι ήτο θηριοτροφείον ειδικόν διά θώας της ερήμου, και δι'
άλλα ανήσυχα αγρίμια. Τα παιδία εχόρευον, επήδων, εσκίρτων,
εφώναζον, διεπληκτίζοντο, εγέλων, έκλαιον. Ήτο θέρος και
καύσων πνιγηρός. Παμμιγής βοή ανήρχετο διά των οκτώ ανοικτών
μεγάλων παραθύρων, εχόντων όλα σχεδόν τα υαλία σπασμένα και
τα πλείστα παραθυρόφυλλα φαγωμένα, τους στροφείς
εσκωριασμένους. Τα θρανία χωλά, κινούμενα, χορεύοντα,
εφαίνοντο ως σχεδίαι πλέουσαι εντός του κύματος των παιδικών
κεφαλών. Η διδασκαλική έδρα, υψηλή, με τα φατνώματα σαπρά,
κεχηνότα, ωμοίαζε με βάρκαν ξουριασμένην μακράν του λιμένος
υπό του ανέμου. Ο πρωτόσχολος, γυμνόπους, ελαφρά και μετά
προφυλάξεως πατών, διά να μη βυθισθή και εμπέση παρ' αξίαν
εις το πειθαρχείον, πότε γελών και πότε σοβαρευόμενος,
προσεπάθει να επιβάλη σιωπήν. Αλλά την σφυρίκτραν, το έτερον
σύμβολον του αξιώματός του, την είχε κλέψει ο Γιαννιός ο
Βρυκολακάκης, και δι' αυτής εξέβαλλε μανιώδεις συριγμούς,
παρωδών τον απόντα διδάσκαλον. Έμεινε μόνον εις τον
πρωτόσχολον η βέργα, το κυριώτερον όπλον του, αλλά και ταύτην
την εξουδετέρωσεν ο Γιώργος ο Χατζηδημήτρης, ο Στρατής ο
Καραθύμιος και άλλοι τολμηροί παίδες, ανοίξαντες κρυφίως την
θύραν του σωφρονιστηρίου, όπου είξευραν ότι είχε ταμιευμένην
ο διδάσκαλος την δέσμην του, και αρπάσαντες πολλαίς βέργαις,
τας οποίας εμοίρασαν εις τους συμμαθητάς των, κρατήσαντες τας
λιγυρώτερας και τσουχτερωτέρας δι' εαυτούς τότε ήρχισε μάχη,
και άλλοι μαθηταί απέσπασαν τους &δείκτας& από του τοίχου,
άλλοι κατεβίβασαν τους &τηλεγράφους& από της καθέτου σανίδος
των θρανίων, και κυνηγούμενοι έτυπτον αλλήλους.
Τέλος εισήλθεν ο διδάσκαλος, με το τσιγάρον εις το στόμα, και
ο πρωτόσχολος έκραξεν: εις &προσοχήν&! Ο διδάσκαλος ήτο
μεγαλόσωμος, υψίκορμος, εύσαρκος, αλλά ταχύς κ' ευκίνητος.
Ήρχετο από την αρραβωνιαστικήν του, όπου τρις ή τετράκις της
ημέρας παραιτών το σχολείον εις την τύχην του απήρχετο εις
επίσκεψιν. Άλλοτε το σχολείον είχε και βοηθόν, αλλά
τελευταίον το δημοτικόν συμβούλιον δεν εψήφισεν ή ο νομάρχης
δεν ενέκρινε το κονδύλιον χάριν οικονομίας.
Ο διδάσκαλος, καπνίζων το τσιγάρον του, εσήμανε τον κώδωνα κ'
εζήτησε να εξετάση μίαν των ανωτέρων κλάσεων. Προσήλθον έξ ή
επτά παιδία και τα ηρώτησε·
— Την εμάθετε την ιερά ιστορία;
Τα παιδία, αντί ν' απαντήσωσιν, έκυψαν εις το βιβλίον των,
και προσεπάθουν να κλέψωσι τίποτε εκ του προχείρου. Μόνον την
στιγμήν εκείνην ενόησαν ότι δεν είχαν μελετήσει τίποτε εκ της
&Αριστορίας&, καθώς την ωνόμαζαν.
Το πρώτον παιδίον, το οποίον ηθέλησε να εξετάση ο διδάσκαλος,
εκράτει Γεωγραφίαν αντί Ιεράς Ιστορίας.
— Πού είναι η Ιερά Ιστορία σου;
— Δάσκαλε, εψέλλισε το παιδίον, &κάμνον το σχήμα& με τον
δάκτυλον εις το ωτίον, την έχασα την &Αρ — ιστορία& μου.
— Αμελή! κακοήθη! άτακτε! ωρμάθιασεν ο διδάσκαλος κ'
εκοκκίνησε δι' ελαφρού ραπίσματος την παρειάν του μαθητού.
Άλλοτε εκτύπα πολύ γερώτερα, έσπαζε μάλιστα βέργαις εις την
ράχιν των παιδίων. Αλλ' αφότου ηρραβωνίσθη, δεν του ήρεσκε να
κτυπά.
Μετέβη εις τον δεύτερον.
— Τις έκτισε τον κόσμον;
Το παιδίον απήντησεν
— Ο Θεός έκτισε τον κόσμον εις έξ ημέρας με μόνον τον λόγον
αυτού.
— Πολύ ωραία! είπεν ο διδάσκαλος, και αποταθείς προς τον
τρίτον·
— Τις ήτον ο πρώτος άνθρωπος;
— Ο πρώτος άνθρωπος ήτον ο Αδάμ, απήντησε το παιδίον.
— Καλά, είπεν ο διδάσκαλος. Και είτα ηρώτησε τον τέταρτον·
— Τις και πόθεν τον έκτισεν;
Ο τέταρτος απεκρίθη·
— Διά τας αμαρτίας του Αδάμ κατεστάθησαν όλοι οι άνθρωποι
αμαρτωλοί και θνητοί.
— Πολύ καλά, μπράβο! είπεν ο διδάσκαλος, όστις την στιγμήν
εκείνην ακριβώς είχε τον νουν του εις την αρραβωνιαστικήν
του.
Είτα επανέλαβε·
— Τώρα ας μεταβώμεν εις την Γεωγραφίαν.
Οι επτά μαθηταί έρριψαν εις το βάθος του φύλακός των, ον
είχον ανηρτημένον υπό την αριστεράν μασχάλην, τας ιεράς
ιστορίας των, κ' εξήγαγον τας γεωγραφίας. Ήνοιξαν τα
βιβλιάρια και ήρχισαν να ψιθυρίζωσιν αναγινώσκοντες με τα
χείλη, ώστε απετελείτο μεν μία βοή, αλλ' ουδεμία λέξις
διεκρίνετο. Ο μεγαλείτερος την ηλικίαν, όστις ήτο και ο
&ερμηνευτής& της κλάσεως, μεταβάς προς τον τοίχον εξεκρέμασε
τον &χάρτην&, και κομίσας τον απέθηκεν επί μικράς τραπέζης,
προ της οποίας ηρέσκετο να κάθηται ο διδάσκαλος δυσκόλως
αποφασίζων να πατήση με τα μακρά και πλατύτατα υποδήματά του
επί των σεσαθρωμένων σανίδων της υψηλής δασκαλοκαθέδρας.
Ο διδάσκαλος ήναψε δεύτερον τσιγάρον, και ήρχισε να εξετάζη
εις την Γεωγραφίαν.
— Εκ πόσων νήσων αποτελείται η Επτάνησος;
Ο πρώτος των μαθητών απήντησεν
— Η Επτάνησος ή Ιόνιος Πολιτεία, αποτελείται εξ επτά νήσων.
— Πολύ καλά, είπεν ο διδάσκαλος.
Είτα στραφείς προς τον δεύτερον μαθητήν·
— Εις ποίαν εξουσίαν υπόκειται η Επτάνησος;
Ο δεύτερος απεκρίθη απνευστί·
— Η Επτάνησος υπόκειται πολιτικώς εις την προστασίαν της
Μεγάλης Βρεττανίας, και διοικείται δι' αρμοστού εδρεύοντος εν
Κερκύρα, όπου εδρεύει και η Ιόνιος Βουλή, υφίσταται δε και
αξία λόγου Ακαδημία.
— Εύγε, πολύ ωραία! επεδοκίμασεν ο διδάσκαλος.
Αποταθείς δε προς τον τρίτον μαθητήν, απήγγειλεν·
— Είπε μοι τα ονόματα των επτά νήσων, εξ ων η Επτάνησος
αποτελείται;
Ο τρίτος μαθητής απήντησεν απνευστί και ομαλή τη φωνή, χωρίς
να υπεμφαίνη στίξιν ή παρένθεσιν·
— Πολύ καλά, επένευσε και πάλιν ο διδάσκαλος. Αύριον να
μελετήσετε από δω ως εκεί. (Κ' εχάραξε με τον όνυχά του επί
του βιβλίου). Ιεράν Ιστορίαν να κάμετε επανάληψιν το ίδιο,
και τρεις αράδες παρακάτω, προσέθηκεν ιδών ότι ελησμόνησε να
αλλάξη το μάθημα εις την Ιεράν Ιστορίαν. Πηγαίνετε τώρα!
Έν των παιδίων είχεν υψώσει τον δάκτυλον, εις σημείον ότι
κάτι ήθελε να είπη.
— Τι θέλεις εσύ; ηρώτησεν ανυπομόνως ο διδάσκαλος.
— Δάσκαλε, είπε, φέρον την χείρα εις το ους το παιδίον,
γιατί ενώ το χαρτί μας μέσα λέει ότι η Επτάνησος αποτελείται
από επτά νήσους, υστέρα βγαίνουν δέκα στο μέτρημα;
— Τας εμέτρησες εσύ;
— Ταις εμέτρησα, να!
Και ήρχισε να μετρή επί των δακτύλων του, «Κέρκυρα, Κορφοί,
Λευκάς, Αγία Μαύρα» κτλ.
Οι άλλοι συμμαθηταί του εγέλων εν χορώ διά την
πολυπραγμοσύνην του. Το βέβαιον είνε ότι ουδέποτε είχαν
υποπτευθή ότι είχον οιανδήποτε έννοιαν αι λέξεις όσαι ήσαν
τυπωμέναι εντός των βιβλίων των. Ως διά να «μην τους χαλάση
την καρδιά», επειδή εγέλων, ο διδάσκαλος έσπευσε ν' απαντήση·
— Αυτά θα τα μάθετε όταν . . .
Ίσως ήθελε να είπη «όταν θα πάτε στο Ελληνικό Σχολείο». Αλλά
διεκόπη. Την στιγμήν εκείνην επέσυρε την προσοχήν του ο
θόρυβος ον είχε προκαλέσει ο Γιαννιός ο Βρυκολακάκης εις το
τελευταίον θρανίον. Ο διδάσκαλος ηγέρθη, εσφύριξε δυνατά με
την σφυρίκτραν του, εκτύπησε με την βέργαν του επί του πρώτου
χωλού θρανίου, έρριψε το τσιγάρον του. Εκύτταξε το ωρολόγιόν
του, είδεν ότι ήτο ενδεκάτη παρά τέταρτον, και διέταξε τον
πρωτόσχολον να σημάνη την κατ' ενορίας κατάταξιν, όπως ψαλή
το σύνηθες άσμα της εξόδου και παύση το πρωινόν μάθημα.
Ό,τι καθίστα τον διδάσκαλον δυστυχή, ήτο ο περιορισμός τον
οποίον είχεν επιβάλει εις τον εαυτόν του, αφ' ότου
ηρραβωνίσθη, να φορή κατά το θέρος το σακκάκι του.
Εστενοχωρείτο απιστεύτως και υπέφερε φοβερά από τον καύσωνα.
Κατά τα προλαβόντα θέρη, όχι μόνον οίκοι, ένθα εκάπνιζε το
μικρόν του τσιμπούκι, αλλά και εις την οδόν, όπου ενεφανίζετο
με το τσιγάρον εις το στόμα, και εις το καφενείον, όπου
εκάπνιζε δύο ή τρεις ναργιλέδες την ημέραν, παντού
επαρουσιάζετο με τα μανίκια του υποκαμίσου λευκά, με μακρόν
γελέκυ μισοκουμβωμένον, αναδεικνύον αμέσως τον πελώριον και
εμπροσθοκλινή κορμόν του. Εκάπνιζεν ένα ναργιλέν το πρωί,
είτα μόλις άφηνεν από την χείρα το μαρκούτσι, και πάραυτα
ήναπτε το τσιγάρον, κυττάζων άμα το ωρολόγιόν του και
εγειρόμενος ίνα απέλθη. Είτα έλεγεν : «Ας πιω κ' ένα ρώμι».
Έπινε και δύο ρώμια και είτα μετέβαινεν εις το σχολείον, όπου
έμενε πάντοτε «με τα μανίκια». Εις τας εξετάσεις περί τα τέλη
Ιουλίου ή περί τας αρχάς Αύγουστου, επαρουσιάζετο ενώπιον της
αξιοτίμου Επιτροπής «με τα μανίκια». Κατά τας περυσινάς
εξετάσεις, ο δήμαρχος μόλις τον είχε πείσει, μετά πολλάς
νουθεσίας και επιπλήξεις, να φορέση το σακάκι του· το
εφόρεσεν, αλλ' αφού πρώτον απέβαλε το γελέκον.
Εφέτος οι μαθηταί, μετά τον αρραβώνα του διδασκάλου, εύρον
μεν πλείονα άνεσιν και ακολασίαν εν τω σχολείω, αλλ' υπέφεραν
στερηθέντες άλλων προσφιλών ψυχαγωγιών. Καθ' όλον το έαρ, ο
διδάσκαλος τυρβάζων περί την αρραβωνιαστικήν του, δεν τους
ωδήγησεν ούτε δις να παίξωσιν εις τα Λιβάδια, ούτε τρις καθ'
όλον το θέρος να κολυμβήσωσιν εις την αμμουδιάν. Μεγάλη χαρά
και αγαλλίασις ήτον άλλοτε ανά τα ημικύκλια ότε διεδίδετο από
κλάσεως εις κλάσιν ως σύνθημα η μαγική λέξις : «Θα μας πάη ο
δάσκαλος να παίξουμε! Θα μας πάη ο δάσκαλος να κολυμβήσουμε!»
Ο γλυκύς ούτος ψίθυρος αντικαθίστα πάσαν φορτικήν ανάγνωσιν
και πάντα επίπονον συλλαβισμόν.
Εξήρχοντο ανά δύο κρατούμενοι, μετά φαιδρού συνεχούς βόμβου,
και μετέβαινον εις την χλοεράν πεδιάδα παρά την εσχατιάν της
πολίχνης. Εκεί διανεμόμενοι εις δεκαπέντε ή είκοσιν ομάδας,
έπαιζον επί μίαν ώραν, περί την δύσιν του ηλίου, το
&σκλαβάκι& και άλλας παιδιάς. Εν τω μεταξύ, ο διδάσκαλος με
τας χείρας οπίσω, με την βέργαν κρεμαμένην όπισθεν του
σκέλους, με την σφυρίκτραν ανηρτημένην επί του στέρνου,
περιήρχετο από κήπου εις κήπον, από σικυώνος εις άμπελον,
καλησπερίζων τους ασχολούμενους εις το πότισμα των φυτών
ιδιοκτήτας, λαμβάνων πληροφορίας και δίδων συμβουλάς. Είτα
επανήρχετο εις το κοπάδι του, εσφύριζεν οξύ σφύριγμα και εν
τω άμα έπαυαν αι παιδιαί, και οι μαθηταί απεπέμποντο κατά
συνοικίας. Τούτο συνέβαινε μέχρι του Μαΐου μηνός. Κατά δε
Ιούνιον μετέβαινον εις το κολύμβημα. Οι μικροί παίδες
εγυμνούντο και επέβαινον εις το κύμα. Η αμμουδιά ήτο αβαθής
εις απόστασιν είκοσι μέτρων από της παραλίας. Οι μικροί
μαθηταί επροχώρουν εκατόν πενήντα και πλέον βήματα πριν
φθάσουν εις την μέσην. Άμα έφθανον έως εκεί, εστρέφοντο προς
την γην και επιστομιζόμενοι εις το κύμα εμάνθανον πρακτικώς
να κολυμβώσιν, θίγοντες με τον αριστερόν πόδα την άμμον, προς
την παραλίαν βαίνοντες. Ο διδάσκαλος εξηπλούτο επί τινος
όχθου παρά την οδόν, ακουμβών την ράχιν επί βράχου, με τα
λευκά του πλατέα μανίκια, κ' εκάπνιζε το βραχύ τσιμπουκάκι
του, το οποίον είχεν εις την τσέπην διά τας εξοχικάς
εκδρομάς. Εφορολόγει εις βερίκοκκα, απίδια, και πρώιμα
μοσχάτα σταφύλια τας φιλοτίμους οικοκυράς, τας επιστρεφούσας
με τα κομψά και εύπλεκτα καλαθάκια των εκ του αγρού ή της
αμπέλου. Είτα εσφύριζε, και οι μικροί κολυμβηταί, οίτινες
έκαμνον θαυμασίας προόδους, απέβαινον αναγκαστικώς εις την
ξηράν, δυσφορούντες επί τη αποτόμω διακοπή του τόσον μαλακού
και ξυπνητού ονείρου των.
Φευ! μετά έν έτος ακόμη, ο διδάσκαλος ήτο πάλιν με τα μανίκια
του υποκαμίσου, αλλά μανίκια παρέχοντα την εντύπωσιν
καμιζόλας ή γιακέτας, τόσον βαθύχροα βαμμένα, τόσον μαύρα
ήσαν. Ο διδάσκαλος είχεν απογοητευθή διπλήν απογοήτευσιν, την
εκ του θαλάμου και την εκ του θανάτου. Εισήρχετο κατηφής,
αλλά και μετ' εγκαρτερήσεως εις το σχολείον, αφού εσήμαινεν
επί μακρόν και με βραχνήν φωνήν ο σπασμένος κώδων, ο
ανηρτημένος από δύο ορθίων ξύλων έξω της θύρας, τον οποίον
φαγωμένων ήδη όντα από την σκωρίαν, όταν αφηρέθη από παλαιόν
ερημοκκλήσιον, οι μαθηταί είχον σπάσει διά της υπερβολικής
και παρακαίρου χρήσεως, ή διά χαλίκων ριπτομένων εξωδίκως —
εν ώρα σχολής των μαθημάτων. Ήρχιζε την καθημερινήν ασχολίαν
του σοβαρός και αυστηρός. Επρόσεχε συντόνως, όταν εξήταζε,
και είτα ανέπτυσσεν αντί να σημειώνη απλώς το παρακάτω.
Εζήτει εις το έργον του βάλσαμον κατά της διπλής πληγής, της
εκ του στεφανώματος και της εκ της χηρείας. Είχεν υποβάλει
συντόνους αναφοράς εις τον δήμαρχον όστις, πείσας και το
συμβούλιον να ψηφίση τα έξοδα, απεφάσισε τέλος να διατάξη την
επισκευήν της διαρρεούσης στέγης, των φαγωμένων
παραθυροφύλλων, της σαπράς δασκαλοκαθέδρας και του πατώματος.
Ολίγα τινά χωλά θρανία τα εκάρφωσε με τας χείρας του ο
διδάσκαλος, άλλα πέντε ή έξ αντικατέστησαν οι ξυλουργοί. Είχε
διατάξει να καθαρίσωσι το υπό την δασκαλοκαθέδραν
σωφρονιστήριον, εκεί όπου έβοσκαν εν πάση ανέσει πολυάριθμοι
ψαλλίδες, βλατούδες και ποντικοί. Είχε κάμει νέαν και
πλουσίαν προμήθειαν από δεσμίδας βεργών, και είχεν αρχίσει
«να της βρέχη» πάλιν γερά, καθώς άλλοτε. Είχεν απαιτήσει από
την Εφορευτικήν Επιτροπήν, την αποβολήν ως «ανεπιδέκτου
μαθήσεως» του Γιαννιού του Βρυκολακάκη, του Στρατή του
Χατζηδημήτρη, και δύο ή τριών άλλων, αλλ' εις τούτο εύρε την
επιτροπήν αντιπράττουσαν.
«Το σκολειό (κατά την θεωρίαν την οποίαν ανέπτυσσε μεν έν των
μελών της επιτροπής, ησπάζοντο δε οι πλείστοι των γονέων), το
σκολειό, ας υποθέσουμε, δεν έγεινε για να μαθαίνουν τα παιδιά
γράμματα, δηλαδή. Έγεινε για να μαζώνουνται η κλήραις, τα
παλιόπαιδα, τα διαβολόπουλα. Πως μπορεί, το λοιπόν, ένας
γονιός να τα έχη μπελά απ' το πρωί ως το βράδυ; Και πού
συφτάνεται ένας φτωχός να τα θρέψη; Μπορεί να τα χορταίνη
κομμάτια; Μήπως χορταίνουν, οι διαόλοι, ποτέ; Και είνε ικανή
μία χήρα γυναίκα να τρέχη από γιαλό σε γιαλό, από βράχο σε
βράχο, για να τα συμμαζώνη; Γιατί πληρώνεται ο δάσκαλος; για
να έχη το βάρος αυτό, να είνε οι γονιοί ήσυχοι. Όταν είνε
συμμαζωμένα εκεί-δα, μες το σκολειό, γλυτώνει ο γονιός και
καμπόσα κομμάτια, παραδείγματος χάριν. Ας τρώνε τα θρανία,
που είνε ξύλινα, ας τρώνε τους πίνακας και τα χαρτιά τους,
τους τοίχους και το πάτωμα, για να είνε οι νοικοκυραίοι
ησυχώτεροι για της αχλαδιές των, της βερικοκκιές των, της
συκιές και τ' αμπέλια των. Η καθεμιά πανδρεμμένη, το λοιπόν,
πρέπει να έχη μέρος για να ξεφορτώνεται την κλήρα της, που οι
πλειότεροι άνδρες λείπουν χρόνο-χρονικής, η καθεμιά χήρα
πρέπει να έχη μέρος για να ρίχνη το στρίγλικό της, τ' αρφανό
της. Η καθεμιά αρχόντισσα να έχη μέρος για να βάζη τον πάπο
της, τον χήνο της, κ' η καθεμιά φτωχή το θάρρος της και την
απαντοχή της. Αυτά, δάσκαλε».
Ο διδάσκαλος δεν είχεν όρεξιν να αντείπη εις ταύτα, αλλ'
απλώς αφωσιώθη εις το έργον, ως να εζήτει παρηγορίαν διά το
πένθος του. Την τετάρτην ημέραν μετά την κηδείαν της ατυχούς,
ότε αύτη αρρωστήσασα αιφνίδιως απέθανε τεσσαράκοντα ημέρας
μετά τον γάμον, εισήλθε, πρώτην φοράν από του δυστυχήματος,
εις το σχολείον, στυγνός και σιωπηλός. Μετά την συνήθη
δέησιν, ο πρωτόσχολος διέταξεν εκ νέου εις &προσοχήν&! Το
παιδία παρετάχθησαν με τα νώτα προς τον τοίχον, κατά μήκος
των τεσσάρων τοίχων του σχολείου. Ο διδάσκαλος, με τας χείρας
οπίσω, κρατών την βέργαν του, ήρχισε την επιθεώρησιν. Τα
παιδία, άνιπτα τα πλείστα, όπως ήσαν συνειθισμένα, έπτυον εις
τας παλάμας των, ύγραινον κ' έτριβον τας χείρας με τον σίελον
διά να φανώσι νιμμένα. Αλλ' ο χηρευμένος διδάσκαλος έκυπτεν,
έβλεπε καλώς, και όπου ανεκάλυπτε την πρόχειρον διά σιέλου
νίψιν, επέσκηπτεν οργίλως με την βέργαν του κ' έσπαζε τας
σιελωμένας χείρας. Κατά το τέλος της επιθεωρήσεως απηύθυνε
σύντομον νουθεσίαν, προλέγων, ότι όποιον ανακαλύψη εις το
εξής άνιπτον θα τον αφίση νηστικόν τρεις ημέρας και τρεις
νύκτας εις το σωφρονιστήριον, να τον φάγουν η βλατούδες.
Εφυλάττετο καλώς μη εκφέρη ως απειλήν την αποβολήν, όπως θα
έπραττε ξένος μη γνωρίζων τα ήθη του τόπου, διότι εγνώριζε
κάλλιστα ότι οι μικροί διάβολοι εγέλων με την απειλήν ταύτην,
ην ενόμιζον ως ευτυχίαν και ελευθερίαν. Επίσης τους είπεν ότι
«όσοι έχουν παπούτσια να τα φορούν εις το εξής, όταν θα
πηγαίνουν εις το σχολείον».
Τοιαύτα τινά παιδαγωγικά, και όχι καθ' ολοκληρίαν αψυχολόγητα
εδίδασκεν ο πτωχός διδάσκαλος εις τους μικρούς μαθητάς του.
Την ημέραν εκείνην το πρωινόν μάθημα παρετάθη έως την
δωδεκάτην ακριβώς. Οι παίδες ησθάνθησαν τον ζυγόν, και από
της δεκάτης ώρας επείνων φοβερά, όσοι δεν είχαν προβλέψει το
πρωί να κλέψωσι τεμάχιον άρτου οπό της πατρικής οικίας. Το
πράγμα ήτο επικίνδυνον άλλως, διότι ο διδάσκαλος ήτο ικανός,
όπως και άλλοτε, πριν συνάψη τον τόσω ατυχή αρραβώνα,
έπραττε, να ψάξη εις της τσέπαις των μαθητών και να ρίψη
τεμάχια του άρτου εις τας όρνιθας, βοσκούσας κατ' αγέλας εις
το προαύλιον.
Τέλος εσήμανε μεσημβρία. Ο πρωτόσχολος εσύριξε, και οι
μαθηταί ανά δύο εκ των χειρών κρατούμενοι ήρχισαν να ψάλλωσι
το:
Παύει πλέον η μελέτη κι' ο καιρός της προσοχής . . .
ΟΙ ΧΑΛΑΣΟΧΩΡΗΔΕΣ
Α'
Αφού περιήλθον όλα τα μαγαζεία της παραθαλασσίου αγοράς, όπου
έπιον όχι ολίγον εις υγείαν και των δύο αντιπάλων μερίδων, ο
Κωνσταντής ο Καλόβολος και ο Γιάννης της Χρυσάφως κατήντησαν
εις το μικρόν καπηλείον του Δημήτρη του Τσιτσάνη, όπου
εισελθόντες απήτουν από τον οινοπώλην να τους κεράση. Αλλ' ο
κάπηλος ίστατο συλλογισμένος και ηρνείτο αποτόμως να κεράση,
λέγων ότι κατά το έτος τούτο δεν είχε σκοπόν «να το κάμη
φόρα» προς χάριν κανενός, διότι άλλοτε, όπου είχε φανή
φιλότιμος με το παραπάνω, την είχε πάθει στα γερά. Διότι ο
Λάμπρος ο Βατούλας και ο Μανώλης ο Πολύχρονος, αυτοί που
είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, του έταξαν
«φούρνους με καρβέλια» δώσαντες αυτώ ουχί πλείονας των είκοσι
δραχμών μετρητά απέναντι, καθώς του είπαν, και παρακινήσαντες
αυτόν να εξοδεύση κι' απ' τη σακκούλα του όσα θέλει, άφοβα,
διότι θα πληρωθή μέχρι λεπτού, σύμφωνα με τον λογαριασμόν ον
ήθελε παρουσιάσει. Τότε αυτός πιστεύσας «εξανοίχτηκε» κ'
εξώδευσε ιδικά του λεπτά, παραπάνω από ένα εκατοστάρικο· αλλά
μετά τας εκλογάς, ο Λάμπρος ο Βατούλας (τον οποίον αυτός
ηρέσκετο να ονομάζη σήμερον «ο Λάμπρος ο Φατούλας») έκαμε πως
δεν τον εγνώριζε και του εγύρισε της πλάτες. Πού επερίσσευε
τραμπούκος απ' αυτούς που έχουν δόντια, κατάλαβες, για να
φάνε κ' οι άλλοι, οι παραμικροί; Ο Λάμπρος ο Βατούλας κ' ο
Μανώλης ο Πολύχρονος κι' άλλοι μερικοί, πέφτουν με τα μούτρα
στη λαδιά, στο μούχτι . . . κ' ειξεύρουν πώς να κυνηγούν το
πλιάστικο. Έχουν βλέπεις αυτοί, οι διάβολοι, τον τρόπον να τα
κάμουν πλακάκια. Αν ερωτάς κι' από κοντραπούντους κι' από
μπουκλούκια . . . κανείς δεν μπορεί να βγάλη πλώρη μαζί τους.
Είνε εις όλα πρώτο νούμερο. Αλλ' όταν μίαν φοράν καή η γούνα
ενός ταβερνάρη, ενός καφετζή ή ενός μικρομπακάλη (δεν σου
λέγω, είνε άλλοι που καίονται στα πολιτικά κ' έχουν
κρεμασμένο διά τας εκλογάς το ζουνάρι τους . . . κ' είνε
πάλιν άλλοι που ξεύρουν με τρόπο και τα καταφέρνουν,
παίρνοντες λεπτά κι' από τα δύο κόμματα, μαυρίζοντες πότε το
έν πότε το άλλο, κ' εβγαίνοντες πάντοτε λάδι), τότε πολύ βλαξ
θα είνε αν τους επιτρέψη να τον κοροϊδέψουν και δευτέραν
φοράν.
Τοιαύτας θεωρίας εξέφερεν ο Δημήτρης ο Τσιτσάνης, αρνούμενος
να κεράση τους δύο φίλους, οίτινες ευθυμότατοι είχον εισέλθει
εις το καπηλείον του. Αλλά δεν ήσαν και διψασμένοι. Ήτο
εσπέρα ήδη και από της δείλης είχον περιέλθει το ήμισυ της
πολίχνης, παντού κερνώμενοι και πίνοντες. Ο Κωνσταντής ήρχισε
να παραδίδη μάθημα εκλογικής ορθοφροσύνης εις τον κάπηλον,
λέγων ότι, αυτός όπου του θέλει το καλόν του, λυπάται να τον
βλέπη να πηγαίνη πάντοτε ωσάν τον κάβουρα, και τούτο ένεκα,
αδικαιολογήτου παραξενιάς. Το να μη θέλη «να το κάμη φόρα»
νομίζει ότι είνε δι' αυτόν το συμφερώτερον;
Κάθε άλλο· εξ εναντίας, με τούτο εμπνέει δυσπιστίαν και εις
τα δύο κόμματα, και ένεκα τούτου δεν αποφασίζουν να δώσουν
χρήματα εις έναν άνθρωπον κρυψίνουν, «στριμμένον», όστις
θέλει να κάμη τον ανεξάρτητον, χωρίς να ξεύρη καλά-καλά τι
πράγμα είνε ανεξαρτησία. Ενώ, αν αποφασίση να κηρυχθή θερμός,
ή και χλιαρός, υπέρ του ενός κόμματος, τότε, ενώ του κόμματος
τούτου θα εφελκύση ασφαλώς την εμπιστοσύνην, δεν είνε
παράξενον να προκαλέση κολακείας και φιλοφρονήσεις και από το
άλλο κόμμα, οι άνθρωποι του οποίου θα προσπαθήσουν με κάθε
τρόπον να τον κάμουν να τα γυρίση, ή θα πασχίσουν τουλάχιστον
να τον μετριάσωσιν. Εάν θέλη μάλιστα να πάρη λεπτά και από τα
δύο κόμματα, ο ασφαλέστερος τρόπος είνε να κηρυχθή φανερά
υπέρ του ενός. Δεν παίρνει, παράδειγμα απ' αυτόν, κι' από τον
φίλον του τον Γιάννην της Κ'σάφους; Ενώ άλλοι φανατίζονται
και «χαλνούν την ζαχαρένια τους» και χολοσκάνουν, αυτοί οι
δύο «ζευγαράκι ταιριαστό», παράδειγμα υγιούς εκλογικής
φιλοσοφίας εις όλον το χωρίον, ανήκοντες εις δύο αντίπαλα και
μέχρι καταστροφής πολεμούντα άλληλα κόμματα, περνούν με
γέλοια και με χαραίς, τρώγοντες, πίνοντες, ευωχούμενοι, εις
υγείαν όλων των υποψηφίων, ευλόγως θέτοντες την φιλίαν των
υπεράνω των κομμάτων. Και με τοιούτον τρόπον «το έχουν
δίπορτο». Με όποιον κόμμα νικήση, θα είνε φίλοι και οι δύο,
αφού θα είνε ο είς. «Όποιος γάιδαρος κι' αυτοί σαμάρι».
Τοιαύτα πρακτικής ηθικής διδάγματα έδιδεν ο Κωνσταντής ο
Καλόβολος εις τον Δημήτρην τον Τσιτσάνην. Είνε αληθές ότι τα
πλείστα είχεν ακούσει την προτεραίαν παρά δικολάβου τινός,
όστις τα ανέπτυσσε προς τους φίλους του. Ο κάπηλος τον ήκουε
σείων την κεφαλήν, λέγων ότι αυτά τα είξευρε προτήτερα απ'
εκείνον. Αλλ' είνε μεγάλη διαφορά να είνε τις αγωγιάτης απλώς
ή ξωμερίτης, όπως αυτοί οι δύο, από του να έχη μαγαζί. Διότι,
πρέπει να τηρή τις και κάποιαν αξιοπρέπειαν, «να φυλάγη την
θέσιν του», αν θέλη να μην ξεπέση «στην παρακατινή σκάλα». Οι
δύο φίλοι τον ήκουον μειδιώντες, ουδόλως προσβαλλόμενοι διότι
τους υπεβίβαζε. Μόνον ο Γιάννης της Κ'σάφους τελευταίον είπεν
ότι «δεν του γεμίζει το μάτι κι' αυτός και το μαγαζί του». Ο
κάπηλος επειράχθη τότε και ήρχισε να τους ονειδίζη σκληρώς,
αλλ' ο Κωνσταντής ο Καλόβολος με ατάραχον μειδίαμα του είπεν
ότι, «αν θέλη να έχη μαγαζί, πρέπει να έχη και κοιλιά σαν το
μαγαζί του, μεγαλείτερη μάλιστα απ' το μαγαζί του».
Ενταύθα ήτο η λογομαχία, και ο κάπηλος είχεν ανάψει την
λάμπαν, διότι είχε νυκτώσει ήδη, όταν εισήλθε κομματική ομάς
οδηγουμένη από τον Λάμπρον τον Βατούλαν. Ητο ανήρ
μεγαλόσωμος, ωραίος, μετ' επιτηδεύσεως ενδεδυμένος,
φιλοφρονέστατος και μελιχρός τους τρόπους.
Άμα εισελθών, διέταξεν έξ μαστίχαις διά τους μεθ' εαυτού,
είτα ελθών όπισθεν του λογιστηρίου, έκυψεν εις το ους του
καπήλου και ήρχισε να του κρυφομιλή και να τον κατηχή. Μετ'
ολίγα λεπτά της ώρας, αφού του είπε πολλά, και ο οινοπώλης
του απήντα μόνον διά κατανεύσεων της κεφαλής, επέστρεψε πάλιν
προς την τράπεζαν, περί ην είχε στρωθή η παρέα του, και
διέταξεν εκ νέου μαστίχαις.
Επλήρωσεν εν κρότω δεκάρων τα ποτά, είτα απευθύνας τον λόγον
προς τον Κωνσταντήν τον Καλόβολον, όστις ίστατο παράμερα με
τον φίλον του τον Γιάννην της Κ'σάφους,
— Ε! Τι έχουμε, Κώστα; . . . Πώς πάει το κόμμα σας; είπε.
— Ποιο κόμμα μας, κυρ-Λάμπρο; απήντησεν ο Κωνσταντής ο
Καλόβολος· το κόμμα μας είνε το κόμμα σας.
— Τι; είμαστε από ένα κόμμα;
— Δεν το ξέρετε;
— Τότε πώς δεν ξεχωρίζετε από το Γιάννη το φίλο σου;
— Η φιλία φιλία, και το κόμμα κόμμα.
— Ας είνε τέλος πάντων, ο Θεός κ' η ψυχή σας. Πίνετε από μια
μαστίχα;
— Απώνα κρασί . . . αν μας κεράσετε.
Και ο Λάμπρος ο Βατούλας διέταξε δύο κρασιά. Εν τω μεταξύ
εισήλθεν εις το καπηλείον και άλλη ομάς εκ του αντιθέτου
κόμματος.
— Εβίβα! Καλή επιτυχία.
Οι δύο φίλοι συνέκρουσαν τα ποτήρια και έπιον.
Η νεωστί εισελθούσα ομάς διέταξε και αυτή ποτά.
Επί κεφαλής της ομάδος ήτο ο Μανώλης ο Πολύχρονος, μεσήλιξ,
μελαγχροινός, εύθυμος, αστείος.
— Α! εδώ είσθε σεις, που βυζαίνετε δύο μαννάδες;
— Το καλό αρνί, κυρ-Μανώλη, απήντησεν ο Γιάννης της
Κ'σάφους, τρώει από δύο προβατίναις.
Ο Μανώλης διέταξε τον κάπηλον να τους κεράση και τότε έπιον
εις υγείαν του κόμματος, το οποίον εξεπροσώπει ο Μανώλης.
Με τοιαύτην τακτικήν εκαλοπερνούσαν εις τας εκλογάς οι δύο
αγαπημένοι φίλοι. Είχον δε πίει την ημέραν εκείνην όχι ολίγα
εις βάρος αμφοτέρων των κομμάτων. Ο Μανώλης ο Πολύχρονος
εγερθείς μετέβη όπισθεν του λογιστηρίου, όπως είχε κάμει προ
μικρού ο Λάμπρος ο Βατούλας, και ήρχισε να ομιλή εις το ους
του καπήλου.
Το λογιστήριον εκείνο, φαίνεται, ωμοίαζε κάπως μ'
εξομολογητήριον φραγκοκκλησιάς, όπου μία-μία εισερχόμεναι
ελαφρύνουσι την συνείδησίν των αι κομψοπρεπείς μετανοούσαι.
Αφού δε του είπεν ό,τι είχε να του ειπή ταπεινή τη φωνή, ενώ
ο Λάμπρος ο Βατούλας δεν έπαυσε να τους κυττάζη με τον κανθόν
του οφθαλμού, επιστρέψας εις την θέσιν του ο Μανώλης, ηθέλησε
να κουρδίση ολίγον τους δύο φίλους.
— Όλα καλά, τους είπε, μα εσείς οι δύο το καταλαβαίνετε που
μας κοροΐδεύετε όλους, ή όχι;
— Αλήθεια! επεβεβαίωσεν από της πέραν τραπέζης και ο ηγέτης
της άλλης ομάδος, ο Λάμπρος ο Βατούλας, όστις ηγάπα πάντοτε
να είνε φιλόφρων προς τους αντιπάλους· αλήθεια, μας
κοροϊδεύετε.
Οι δύο φίλοι μόλις κρατούμενοι εις τους πόδας των, ήρχισαν να
διαμαρτύρωνται θορυβωδώς.
— Όχι! μα το φως μου, κυρ-Μανώλη . . .
— Μα την αγάπη μας, κυρ-Λάμπρο . . .
— Έτσι να έχω καλά γεράματα.
— Να χαρώ το στέφανό μου, κουμπάρε.
Και λέγοντες εστράφησαν ο είς προς την τράπεζαν περί ην ήτο
συγκεντρωμένη η ομάς του Λάμπρου, ο έτερος προς την άλλην
τράπεζαν περί ην εκάθηντο οι σύντροφοι του Μανώλη, στρέφοντες
προς αλλήλους τα νώτα, χειρονομούντες υπερμέτρως ως αδέξιοι
υποκριταί, ανοίγοντες τας αγκάλας προς περίπτυξιν των δύο
αρχηγών των κομματικών ομάδων.
— Αν θέλετε να σας πιστέψουμε ότι δεν μας κοροϊδεύετε, είπεν
ο Μανώλης ο Πολύχρονος, πρέπει ή να κόψετε ο ένας από τον
άλλον αυταίς της ημέραις που θα είνε η εκλογαίς, ή . . .
— Αυτό θα είνε σκληρά καταδίκη δι' αυτούς, είπε γελών ο
Λάμπρος ο Βατούλας.
— Ή τουλάχιστον, εξηκολούθησεν ο Μανώλης ο Πολύχρονος, να
μας δώσετε τώρα αμέσως απόδειξιν ότι ενδιαφέρεσθε ειλικρινώς
και ολοψύχως, ο ένας σας υπέρ του ενός κόμματος, ο άλλος υπέρ
του άλλου.
— Παίρνω όρκο, είπεν υψών την χείρα ο Γιάννης της Χρυσάφους.
— Κ' εγώ παίρνω όρκο, είπε και ο Κωνσταντής ο Καλόβολος.
— Οι όρκοι είνε σήμερα το φθηνότερο πράμμα, είπε σαρκαστικώς
ο Μανώλης ο Πολύχρονος.
— Σου δίνω το λόγο μου, κουμπάρε, είπεν ο Γιάννης της
Χρυσάφους.
— Τι να τον κάμω το λόγο σου, κουμπάρε; είπεν ο Μανώλης·
καλλίτερα είχα να μου έδινες τα παληά τα τσαρούχια σου.
Ο Γιάννης της Χρυσάφους, κύψας, έλυσεν από των ποδών τα
πέδιλα, και ορθωθείς σοβαρώς τα προσέφερεν εις τον Μανώλην.
— Πάρ' τα, κουμπάρε!
Τα απέθηκεν επί της τραπέζης, και είτα, γυμνόπους, εστράφη
προς την θύραν να εξέλθη.
Όλοι εγέλασαν προς το σκηνικόν τούτο του κραιπαλώντος, αλλ' ο
Μανώλης τον ανεκάλεσεν·
— Έλα δω, κουμπάρε!
Ο Γιάννης της Χρυσάφους, επιστρέψας, εστάθη ενώπιον του
Μανώλη.
— Εις τους ορισμούς σου, κουμπάρε.
— Θέλω, είπε, να μας δώσετε απόδειξιν αναμφισβήτητον της
πίστεώς σας εις τα δύο κόμματα.
— Τι απόδειξιν;
— Ιδού, είπεν ο Μανάιλης, απευθυνόμενος μάλλον προς τον
Λάμπρον τον Βατούλαν· δεν είνε αληθές πως ό,τι επιθυμεί
κανείς εκείνο και πιστεύει;
— Δηλαδή; είπεν ο Λάμπρος ο Βατούλας.
— Δηλαδή, δεν βλέπομεν πολλάκις δύο ανθρώπους, να
στοιχηματίζουν μεγάλα ή μικρά ποσά, δι' έν πράγμα, του οποίου
άδηλος είνε η έκβασις, πιστεύοντες και ο είς και ο άλλος ότι
θα γίνη εκείνο το οποίον επιθυμούν;
— Καθώς, λόγου χάριν, εις τας εκλογάς, σαν καλή ώρα, είπεν ο
Λάμπρος ο Βατούλας, όπου βάζουν στοίχημα ότι θα βγη εκείνος
τον οποίον θέλει ο καθένας.
— Ίσα—ίσα! είπεν ο Μανώλης. Λοιπόν, δεν είνε καλό να
βάλουν οι δυο τους, τώρα μπροστά μας, ένα στοίχημα;
— Σαν τι στοίχημα;
— Να στοιχηματίσετε, συ, κουμπάρε Γιάννη, ότι θα κερδίση το
δικό μας κόμμα, και συ, Κωνσταντή, ότι θα κερδίση το άλλο
κόμμα.
— Εγώ βάζω το γάιδαρό μου! ανέκραξεν ο Γιάννης της
Χρυσάφους.
— Κ' εγώ το βώδι μου! εφώναξεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος.
— Ο γάιδαρός σου ας έχη ζωή, κουμπάρε Γιάννη, και το βώδι
σου σού χρειάζεται διά να ζήσης, Κωνσταντή Καλόβολε. Μόνον
αρκεί να βάλετε κάτι τι που να τρώγεται, που να μασιέται
εύκολα, για να ξεφαντώση όλο το ασκέρι, που καλώς
ανταμωθήκαμε εδώ, καλή μας ώρα, όταν θα γίνουμε φίλοι μετά
τας εκλογάς. Εσύ, κουμπάρε Γιάννη, δεν έχεις, θαρρώ, δύο
προβατίναις κ' ένα κριάρι;
— Τα θυσιάζω! ανέκραξεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. Για το
χατήρι σου, κουμπάρε, κουρμπάνι γίνομαι.
— Κ' εγώ, για την αγάπην σου, κυρ-Λάμπρο! εφώνησεν ο
Κωνσταντής ο Καλόβολος.
— Δεν είνε ανάγκη να θυσιάσης της προβατίναις, κουμπάρε
Γιάννη, το κριάρι, μας αρκεί.
— Βάζω το κριάρι, είπεν ο Γιάννης.
— Κ' εγώ βάζω τέσσαρα ζευγάρια κόττες που έχω, είπεν ο
Κωνσταντής.
— Λοιπόν σύμφωνοι· αν κερδίσωμεν και τους δύο βουλευτάς
ημείς, εσύ, Καλόβουλε, θα βάλης τα τέσσαρα ζευγάρια κόττες,
κι' αν κερδίσουν οι άλλοι, εσύ, κουμπάρε Γιάννη, θα θυσιάσης
την προβατίνα. Εάν όμως βγάλουμε από ένα βουλευτήν τα δυο
κόμματα, τότε έχεις κέρδος εσύ, κουμπάρε, την προβατίνα σου
γλυτώνεις και εσύ, Κωνσταντή, της κόττες σου.
— Σύμφωνοι!
Έδωκαν τας χείρας και απεχωρίσθησαν.
Β'
Την εσπέραν εκείνην, Τρίτην της εβδομάδος, πέντε ημέρας προ
της εκλογής, περί την ογδόην ώραν, ο Λάμπρος ο Βατούλας ήναψε
μετά τον δείπνον το φαναράκι του, και συνοδευόμενος από τρεις
ή τέσσαρας φίλους εξήλθεν εις επισκέψεις κατ' οίκους προς
ψηφοθηρίαν. Διήλθον διά της αγοράς, και είτα, δι' ανωφερούς
δρομίσκου, εβάδισαν ανερχόμενοι εις την άνω λαϊκήν συνοικίαν.
Μόλις επροχώρησαν ολίγα βήματα, και δευτέρα συνοδεία, μετά
φανού και αυτή, προέβαλε κατόπιν των ερχόμενη. Ήτον ο Μανώλης
ο Πολύχρονος με την παρέαν του, από το άλλο κόμμα. Ο Λάμπρος
ο Βατούλας είχε «τα μάτια τέσσερα», αλλ' εκείνην την στιγμήν
ησχολείτο αυτός και απησχόλει και τους φίλους του, ενώ
εβάδιζαν, διηγούμενος διαφέρουσαν προς αυτούς ιστορίαν. Ο
Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, αφού είχε κάμει λεπτά εις το
Κάιρον, εμπορευόμενος επί δώδεκα έτη ως αλευράς, κατ' άλλους
ως φούρναρης, έφθασε με το καλόν εις την πατρίδα του,
πρωτεύουσαν της επαρχίας, και το είχεν απόφασιν να πολιτευθή.
Εφαίνετο μορφωμένος, είχεν ιδεί κόσμον· τον εγνώριζεν αυτός
παιδιόθεν, και προ ημερών, ότε μετέβη εις την πρωτεύουσαν της
επαρχίας, ανενέωσε την γνωριμίαν. Ο νεοφερμένος από την
ξενιτείαν είχεν αισθήματα, εξέφερε γενικάς σκέψεις περί των
πολιτικών πραγμάτων, «ξύλα, κούτσουρα, δαυλειά καμμένα». Δεν
ωμοίαζε με τον Αλικιάδην, όστις επολιτεύετο χάριν των
δημοσίων έργων, ούτε με τον Γεροντιάδην, όστις εξελέγετο
βουλευτής διά το καλόν της πατρίδος του. Ήτον αφελής τους
τρόπους, και έτι αφελέστερος τας ιδέας. Ήθελε να πολιτευθή
«για δόξα». Ευκαιρία λαμπρά. Ο Αλικιάδης ήτο παμπόνηρος, και
τα χέρια του ωμοίαζαν με γάντζους. Δεν ειμπορούσες να του
βγάλης λεπτά ούτε με το δόλωμα ούτε με το «παρασούβλι». Δεν
έδιδε πέντε χωρίς να είνε βέβαιος ότι θα λάβη δέκα. Εβραίος
σωστός. Ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος ήτον αγαθός, «ψυχαράκι, ο
καϋμένος». Πώς εφαίνετο ότι ήρχετο από μακρυά! Σωστός
Κελεπούρης! Είχε παραδάκια καλά, παιδιά, σκυλιά τίποτα.
«Εφυσούσε». (Και ο Λάμπρος ο Βατούλας συνώδευε δι' ελαφρού
φυσήματος, ως και διά προστριβής του αντίχειρος επί του
δείκτου, υπό το φως του φαναρίου την λέξιν: «φυσάει-φυσάει»).
Πού θα την εύρισκαν άλλην φοράν τοιαύτην ευκαιρίαν;
Τον παλαιόν καιρόν, οι υποψήφιοι βουλευταί κατήρχοντο σύνδυο
εις τον αγώνα, έκαμναν κολληγιαίς. Επειδή όμως εκάστοτε ο
έτερος των συνδυαζόμενων ή οι στενώτεροι των περί αυτόν,
εκόντος ή άκοντος αυτού, παρεσπόνδουν κ' έκρινον καλόν να
μαυρίσουν τον σύντροφον, δίδοντες αποκλειστικήν την ψήφον των
εις τον ιδικόν των, εξέλειπεν η εμπιστοσύνη, και οι
συνδυασμοί εξέπεσαν κατά μικρόν εις την επαρχίαν, εωσότου
ολοσχερώς κατηργήθησαν. Τώρα, ο καϋμένος ο Γιαννάκος, επειδή,
καθώς σας είπα, ήρχετο από μακρυά, εζήτησεν εν τη αθωότητί
του να συνδυασθή με τον Αλικιάδην, και ο τσιφούτης προθύμως
τον εδέχετο. Άλλοι όμως πονηρότεροί του τού άνοιξαν τα μάτια,
κ' έτσι ο συνδυασμός εναυάγησε. «Τόσο το καλλίτερο για μας,
παιδιά». Αν ο συνδυασμός κατηρτίζετο, ο Αλικιάδης θα διηύθυνε
το οικονομικόν μέρος, και θα του έτρωγε τα λεπτά χωρίς να του
δώση ψήφους. Τώρα όμως ο Χαρτουλάριος θα διεπραγματεύετο απ'
ευθείας προς αυτούς (εκτός αν τον ήρπαζε το σκυλί, ο Μανώλης
ο Πολύχρονος, με τους ιδικούς του, αλλ' ο Λάμπρος θα είχε τον
νουν του), και εύκολα, ήλπιζε, θα τον έβαζαν στο χέρι. Αν
ειμπορούσαν να του δώσουν καμμιά εκατοστύ ψήφους (εκείνος
βουλευτής δεν θα έβγαινε, κι' ας το είχε σίγουρο, μόνον για
το ονόρε) από κείνους τους σμιγούς, τους φθηνούς, που θα τους
αγόραζαν προς 4 έως 5 δραχμάς το κομμάτι και θα του τους
επουλούσαν προς 15, ας είνε και προς δέκα δραχμάς, χαρά στην
τύχην τους! αφού είπε τοιαύτα τινα ο Λάμπρος ευθύς προσέθηκε·
— Τάχα, ο λόγος το λέει, εμείς δεν είμαστε από κείνους . . . .
Α! ο Μανώλης, ναι, εκείνος είνε γι' αυταίς της δουλειαίς.
Συγχρόνως ανήρχετο κατόπιν των η άλλη συνοδεία, και ο Μανώλης
ο Πολύχρονος, εν τω μέσω ιστάμενος, έλεγε ταπεινή τη φωνή, με
αλληγορικάς, ως εσυνείθιζε, φράσεις·
— Αύριο, παιδιά, πέφτει το μεγάλο ψάρι . . . Νάχετε το νου
σας . . . μη μας φάη το θεριό (κ' εδείκνυεν εκατό βήματα
αποτέρω, διά μέσου του σκότους, περί την κινουμένην αμυδράν
λάμψιν του προπορευομένου φανού, τον Λάμπρον τον Βατούλαν με
την συνοδείαν του). Να πιάσουμε τα πόστα . . . Μη μας φάη το
ψάρι ο γαλιός . . . Ως το μεσημέρι ο ροφός αρριβάρει (να
πάρουμε, στα χωρατά, μια βάρκα, να πεταχτούμε ως τα νησιά, να
κάμουμε καρτέρι) . . . . ροφός εφταοκαδιάρικο, φρέσκο! . . .
θα πέσουν και κάτι συναγριδάκια, δε σας λέω . . . . Μα βάρδα
απ' το σκυλόψαρο (κ' εδείκνυε τον Λάμπρον τον Βατούλαν).
Διπλαίς απετουνιαίς, τριπλά παραγάδια . . . με χονδρούς
φελλούς και με μολυβήθραις πενηντάρικαις . . . . Και τα μάτια
σας τέσσερα . . . . Να στέκεσθε απρόντο, νάχετε απρόντο και
της πράγκαις και τα καμάκια . . . και το σηπιογιάλι έτοιμο
. . γιατί αλλοιώς δε βγαίνει λαδιά.
Είτα ο Μανώλης προσέθηκεν·
— Ας είνε, ημείς τέτοιοι δεν είμαστε . . . Μα έπρεπε κάτι να
γείνη, στο πείσμα εκείνου του θεριού, εκείνου του σκυλόψαρου.
Οι περί τον Μανώλην εγέλων πεπνιγμένους γέλωτας ακούοντες και
άμα προυχώρουν, ώστε παρ' ολίγον έφθασαν την πρώτην
συνοδείαν, ης τα μέλη ηκροώντο τας λεπτομερείς και σπουδαίας
ανακοινώσεις του Λάμπρου, κ' εκοντοστέκοντο, και πάλιν
εβάδιζον. Τότε είς των πέντε, ακούσας βήματα, εστράφη, και
είδε την δευτέραν συνοδείαν, και την υπέδειξεν εις τους μετ'
αυτού, ούτοι δε ετάχυνον το βήμα.
Εισήλθον πρώτον, ο Λάμπρος και δύο των συν αυτώ, εις τον
οικίσκον του Περμαχογιάννη, γέροντος χωρικού, έχοντος τρεις
υιούς εκλογείς, οι δε λοιποί δύο της συνοδείας έμειναν εις το
προαύλιον ως καραούλι. Εκ της άλλης συντροφείας, ο Μανώλης
και δύο άλλοι ανέβησαν εις την οικίαν του Ζυγαράκια, έχοντος
τέσσαρας υιούς και ημίσειαν δωδεκάδα ανεψιών, όλους
ψηφοφόρους, δύο δε και εκ της συνοδείας ταύτης έμειναν έξω
της θύρας βιγλίζοντες. Δεύτερον ανέβησαν οι περί τον Λάμπρον
εις την οικίαν του ζευγηλάτου Στροφλιώτου, οι δε περί τον
Μανώλην εισήλθον εις την καλύβην του Μαλλιοδήμου του
αιγοβοσκού. Ακολούθως επεσκέφθησαν και άλλας οικίας, κατά την
αυτήν πάντοτε τακτικήν, δύο εξ εκατέρας συνοδείας μενόντων
πάντοτε ως ουραγών έξω της θύρας ή κάτω της λιθίνης κλίμακος.
Ήτο δε ογδόη ή δεκάτη εσπέρα αύτη, καθ' ην ο Μανώλης και ο
Λάμπρος μετά των αυτών ή άλλων οπαδών δεν έπαυσαν
επισκεπτόμενοι τας οικίας των χωρικών και ψηφοθηρούντες.
Παντού ελάμβανον και έδιδαν λιπαράς διαβεβαιώσεις και
υποσχέσεις δαψιλείς, τόσον χορταστικάς, ώστε είς των μετά του
Μανώλη, συνοδεύσας αυτόν παλλάς εσπέρας εις τοιαύτας
εκδρομάς, αλλά πρώτην φοράν εφέτος βλέπων εκλογάς, καθόσον
ήτο ναυτικός και συνήθως απεδήμει, έλεγεν εύπιστος, οικτείρων
της αντιθέτου μερίδος τους τόσους δρόμους·
— Τι χαλνούν τα παπούτσια τους. Τώρα πλεια οι ψήφοι μάς
περισσεύουν!
Αλλ' ο Μανώλης ο Πολύχρονος, λίαν πεπειραμένος περί τα
τοιαύτα έσεισεν οικτιρμόνως την κεφαλήν και του είπε·
— Αχ! δεν ξέρεις, παιδί μ', απ' αυτά. Το ψάρι, ενώ θαρρείς
ότι το κρατείς, έξαφνα γλυστράει και φεύγει. «Χάνος είμαι,
χάνομαι . . . μπέρκα 'μαι, δεν πιάνουμαι . . . γιούλος είμαι
σε γελώ . . . και τα δίχτυα σου χαλώ».
Εν τω μεταξύ ο Λάμπρος μετά των δύο συντρόφων του ανέβησαν
εις του γέροντος πορθμέως μπάρμπα-Διοματάρη, εις καλύβη
ανώγεων μετά μικρού σοφά, όπου εύρον τον γηραιόν ναυτικόν
καθήμενον, αν και ήτο θέρος ήδη, παρά την εστίαν, καπνίζοντα
ελεεινόν καπνόν με την πίππαν του, και θερμαίνοντα τας δύο
κνήμας, ων η μία είχε παγώσει προ ετών εις τον Δούναβιν, και
ερεθιζομένη από καιρού εις καιρόν τον καθίστα ανίκανον προς
εργασίαν. Η γραία επαιδεύετο να βράση δύο ή τρία σκορπιδάκια,
τα οποία της είχε φέρει, ο γέρων αργά φθάσας την εσπέραν
εκείνην με την μικράν βάρκαν του εκ της ημερησίας ανά τον
λιμένα εκδρομής. Ο Λάμπρος εκάθησεν επί τινος παλαιού
κιβωτίου με γλυφαίς και με καρφία διατεθειμένα προς κόσμον
εις ρόμβους και εις σταυρούς, οι δε δύο ακόλουθοί του
εκάθισαν επί τινος χουλουριασμένου τροχίνου σχοινιού,
χρησίμου εις την αλιευτικήν. Παραγάδια και δίκτυα επί
κονταριών ηπλωμένα εκρέμαντο από τον χθαμαλύν όροφον έως το
δάπεδον. Όλα, και το σχοινίον και το κιβώτιον, και τα
κυλίμια, και η ψάθα και οι μύστακες του μπάρμπα-Διοματάρη,
και το φουστάνι της γραίας του, όλα εμύριζαν ψαρίλας.
Ο Λάμπρος ήρχισε να εξηγή τον σκοπόν της επισκέψεώς του,
λέγων, ότι την φοράν ταύτην, επί τέλους ευρέθη άνθρωπος να
φροντίση διά την φτώχεια και να έβγαζαν βουλευτήν τον
Αλικιάδην, θα έκαμναν χρυσή δουλειά, διότι αυτός ο Αλικιάδης
ήτον φιλότιμος, και είχε να ζήση, και δεν είχεν ανάγκην να
διορίση εις θέσεις τους ανεψιούς του και τον υιόν της
κουμπάρας του, και αν έβγαινε βουλευτής, θα εφρόντιζεν
αποκλειστικώς για την φτώχεια. Δεν ωμοίαζε με καμπόσους
άλλους «όνομα και μη χωριό». Και ο Λάμπρος δεν είχεν
αμφιβολίαν ότι, αυτήν την φοράν, ο μπαρμπα-Διοματάρης θα
έδιδεν αποκλειστικήν την ψήφον του εις τον Αλικιάδην. Αυτά τα
είπεν εντέχνως ο Λάμπρος, ελπίζων να εύρη τον σφυγμόν του
γέροντος ναυτικού. Αλλ' ο μπαρμπα-Διοματάρης, ως να εζήτει
αφορμήν να ξεσπάση, ήρχισε να διηγήται διά μακρών τι του είχε
συμβή κατόπιν της άλλης εκλογής, καθ' ην είχε δώσει ψήφον εις
τους αντιθέτους.
. . Είχεν υπάγει εις τον Γεροντιάδην προ της διαλύσεως της
βουλής, φέρων όλα τα έγγραφά του, τα χαρτιά του, τα
πιστοποιητικά του. Αυτός όμως αγρόν ηγόρασε. «Πού σ' είδα πού
σε ξέρω;» Δεν τον άφιναν ήσυχον, επί τέλους; Ποίαν υποχρέωσιν
είχε να τρέχη δι' όλαις της παληοκαϊάσσαις, όσους εζήτουν να
πάρουν σύνταξιν από το απομαχικόν; Αυτός, όσους ψήφους επήρε,
τους είχεν αγοράσει ακριβά. Όλους πληρωμένους. Ένα εκλογέα
δεν άφησεν απλήρωτον. Διεπραγματεύετο χονδρικώς με τον
Μανώλην τον Πολύχρονον, όσους ψήφους — τόσα διπλά τάλληρα, ή
όσους ψηφοφόρους — τόσα δεκάρικα. Ανάγκην αυτός δεν είχε να
σκοτίζεται, να συναλλάσσεται απ' ευθείας με ένα έκαστον των
εκλογέων. Ο Μανώλης ο Πολύχρονος, εκείνος έλυνε και έδενε,
εκείνος έμβαζε κ' έβγαζε. Και εις το τέλος του λογαριασμού
ακόμη, οι ψήφοι έβγαιναν ολιγώτεροι από τα δεκάρικα. Άρα και
πολλοί πληρωμένοι τον είχαν μαυρίσει. Ο Μανώλης ο Πολύχρονος,
ως τετραπερασμένος που ήταν, τα εμβάλωνε λέγων, ότι πρέπει να
ξεπεσθούν από τον λογαριασμόν τόσα δεκάρικα, όσα επήγαν εις
γενικά έξοδα, ή εις κεράσματα ακόμη, μη αρκέσαντος του
κονδυλίου του ειδικού. Τέλος πάντων ό,τι έγινεν έγινεν, αλλά
μετά την επιτυχίαν δεν εννοούσε να πληρώση λεπτόν παραπάνω.
Και ου μόνον τούτο, αλλ' ήθελε να μη χάση και την ησυχίαν
του. Είχεν εξοφλήσει ως ενόμιζεν. Επήρε χίλιους εκατόν ψήφους
και εξώδευσε χίλια διακόσια δεκάρικα, δώδεκα χιλιαδούλες
σωσταίς. Του ήλθε σχεδόν από ένδεκα δραχμάς, κατ'
ακριβολογίαν από δέκα και ενενήντα έν λεπτά παρά έν κλάσμα η
ψήφος. Δεν εξελέχθη αυτός βουλευτής διά να τρέχη διά της
δουλειαίς των εκλογέων, καθώς άλλοι, εξελέχθη διά τα γενικά
συμφέροντα της επαρχίας, αλλά και του έθνους όλου. Τι λέγει
το Σύνταγμα; «Έκαστος βουλευτής αντιπροσωπεύει όλον το έθνος,
και όχι μόνον την επαρχίαν εξ ης εκλέγεται». Και ευτυχώς η
προλαβούσα βουλή δεν ήτο ως αι προκάτοχοί της, αίτινες
διελύοντο μετά έν έτος ή και μετά οκτώ μήνας από του
σχηματισμού των. Έφαγε τρεις σωστάς συνόδους τακτικάς και δύο
εκτάκτους. Εφαίνετο ότι δεν έμελλε ποτέ να διαλυθή, αλλ' επί
τέλους, περί τα τέλη της Γ' συνόδου, διελύθη. Κατά την πρώτην
σύνοδον, ο Γεροντιάδης εφρόντισε να διορίση εις μικράς ή
μεγάλας θέσεις όλους τους ανεψιούς του, επτά τον αριθμόν,
καθώς δύο εξαδέλφους του και τρεις δευτέρους εξαδέλφους του,
ως και δύο κουμπάρους, και τον υιόν της κουμπάρας του, και
τον αδελφόν της υπηρετρίας του, και άλλους. Κατά την δευτέραν
σύνοδον κατώρθωσε ν' ακύρωση δικαστικώς όλα τα ενοικιαστήρια
των οικιών των αντιπάλων του ως δημοσίων γραφείων, και να
ενοικιάση την μίαν οικίαν του ως επαρχείον, την άλλην ως
ελληνικόν σχολείον, καθώς και της τρίτης μεγάλης
παραθαλασσίου οικίας του το μεν άνω πάτωμα ως εφορίαν, το δε
κάτω πάτωμα ως λιμεναρχείον. Έμενεν ακόμη το ταμείον, το
τελωνείον και το ειρηνοδικείον, αλλά δυστυχως δεν είχεν άλλας
οικίας ιδικάς του προς ενοικίασιν. Κατά την τρίτην σύνοδον
επρόφθασε κ' έβαλε δύο εκ των υιών του υποτρόφους δύο
διαφόρων κληροδοτημάτων, καθ' ό ανομοίου κλίσεως και
προορισμού. Όσον διά την κόρην του, αυτήν την εισήγαγε, τη
συναινέσει και της μητρός της, νομίμου συζύγου του, εις το
«Σχολειό της Αμαλίας», ως ασφαλέστερον, μη ευρών άλλο
πρόχειρον παρθεναγωγείον ίνα την εισαγάγη. Και άλλα ακόμη θα
κατώρθωνε, διότι η βουλή εκείνη παραδόξως εφαίνετο έχουσα
«μέραις απ' το θεό» διά να ζήση. Δυστυχώς και παρ' ελπίδα
διελύθη τον τέταρτον μήνα της Γ' συνόδου άγουσα.
Γ'
Τοιαύτα ήρχισε να διηγήται εις τον Λάμπρον, όστις τα εγνώριζε
καλλίτερ' απ' αυτόν, ο μπάρμπα-Διοματάρης, παρενθέτων ενίοτε
εις την σειράν της διηγήσεως έν «καθώς έμαθα, καθώς μου
είπαν». Τα πλείστα όμως προς συμπλήρωσιν της εικόνος τα
προσέθηκε διακόπτων τον γέροντα αλιέα ο Λάμπρος αυτός, όστις
δεν έπαυεν, εις το τέλος εκάστης περιόδου του απλοϊκού
αφηγητού, να κατανεύη διά της κεφαλής επιδοκιμάζων και
προσδοκών αίσιον δι' αυτόν το αποτέλεσμα. Αλλά το
περιεργότερον ήτο το πείσμα και η οξύτης, μεθ' ων τα ήρευεν ο
μπαρμπα-Διοματάρης. Αληθώς δε ο Λάμπρος δεν το επερίμενε,
και μεγάλως εξεπλάγη, όταν εις το τέλος της διηγήσεως ο
αφηγητής προσέθηκε·
— Τέτοιοι είνε όλοι τους! Ύστερα, δώσε τους ψήφο. Δεν πάω
ούτε να ψηφοφορήσω, να μου λένε πως μ' αγόρασαν.
— Τι λες, μπαρμπα-Διοματάρη; ανέκραξεν ο Λάμπρος. Αυτή τη
φορά δεν είνε ο Γεροντιάδης . . . είνε ο Αλικιάδης, και δεν
έχεις να κάμης με τον Μανώλην τον Πολύχρονον, έχει να κάμης
μ' εμένα . . .
— Όλοι το ίδιο είνε! επανέλαβε μετά πεισμονής ο μπαρμπα-
Διοματάρης, αμεριμνών αν προσέβαλε κατά πρόσωπον τον Λάμπρον
τον Βατούλαν.
— Πως όλοι το ίδιο είνε! επανέλαβεν ο Λάμπρος. Ημείς δεν
καταδεχόμαστε, μπαρμπα-Διοματάρη να κάνουμε της δουλειαίς,
που κάνει ο Μανώλης ο Πολύχρονος.
— Δεν το καταδιώχνετε! ανεκάγχασε σκληρώς ο τραχύς ναύτης.
— Ναι, αυτό που σου λέω εγώ. Δεν μου λες, μπαρμπα-
Διοματάρη, στην άλλη εκλογή επήρες παράδες απ' το Μανώλη;
— Εγώ να πάρω παράδες; είπε βλοσυρός ο γέρων πορθμεύς· εμένα
μου έταξαν να βγάλουν την σύνταξίν μου.
— Δεν σημαίνει· έκαμες κακά να μην πάρης παράδες.
— Γιατί;
— Γιατί ο Μανώλης θα σε πέρασε για πληρωμένον, αυτό να το
ξέρης σίγουρα.
— Τώρα το κατάλαβα κ' εγώ, και γι' αυτό, ούτε ξαναπάω πλειά
να ρίξω ψήφο.
— Είσαι κουριόζος άνθρωπος, μπαρμπα-Διοματάρη, εστέναξεν ο
Βατούλας.
— Το ξέρω κ' εγώ . . . Δεν θα υπάρχουν πολλοί τέτοιοι σαν
εμένα.
— Δεν υπάρχει κανείς . . . Είσαι μοναχός σου . . . Δεν έχεις
ταίρι.
Και ο Λάμπρος εστέναξεν εκ δευτέρου, αναλογιζόμενος ότι, αν
υπήρχαν πενήντα τοιούτοι εκλογείς, μη δεχόμενοι χρήματα, αλλ'
υποσχόμενοι, ουχί ως ο μπαρμπα-Διοματάρης, να ψηφοφορήσουν,
κατ' ευχήν, θα εκέρδιζε και αυτός πενήντα χάρτινα δεκάδραχμα
από μίαν εκλογήν. Εφθόνει δε τον Μανώλην τον Πολύχρονον,
όστις είξευρε τον τρόπον, υποσχόμενος εις τον ένα διορισμόν,
εις τον άλλον σύνταξιν, εις τον τρίτον αισίαν έκβασιν της
δίκης, να ευρίσκη απληρώτους εκλογείς, τους οποίους να περνά
εις το κατάστιχόν του ως πληρωμένους. Εν τοσούτω δεν
απηλπίσθη να μεταπείση τον μπαρμπα-Διοματάρην, και ειξεύρων
ότι, αν επέμενεν αποτόμως κατ' αυτήν την ιδίαν εσπέραν, θα
εστόμωνε μόνον το γεροντικόν πείσμα του χελωνοδέρμου
ναυτικού, τον εκαλονύκτισε δι' απόψε, επιφυλαχθείς να
επανέλθη μετά δύο εσπέρας.
Ακολούθως ο Λάμπρος ο Βατούλας μετά των συνοδών του ανήλθεν
εις την μικράν οικίαν του Θανάση του Τσιρογεώργη.
— Καλως τακάνετε! καλησπέρα, Θανάση με τη φαμίλια σου!,
έκραξεν ο Λάμπρος με την λιγυράν και θωπευτικήν φωνήν του και
με την μελισταγή ευπροσηγορίαν του.
— Καλως τον κυρ-Λάμπρο με την παρέα του.
— Ε; είμαστε για νάμαστε;
— Μα βέβαια . . . Εσείς δεν εφανήκατε κανένας σας, ούτε
σεις, ούτε οι άλλοι . . . Είπα κ' εγώ μαθέ, γιατί δε μου
μιλεί κανένας; . . . Να μη μ' πη κανένας ένα λόγο; . . .
Να που ήρθαμε . . . Ο οικοδεσπότης ωμολόγει αφελώς ότι ήτο
έτοιμος να δώση τον λόγον του εις εκείνον των κομματαρχών,
όστις πρώτος θα έσπευδε να τον αγκαζάρη. Ηγάπα, ως φαίνεται,
τας θωπείας, και εθεώρει ως τιμήν προσγινομένην αυτώ το να
έλθη τις παρακαλών να του δώση την ψήφον του.
— Άλλο σόι άνθρωπος, είπε μέσα του ο Λάμπρος ο Βατούλας.
Καλά που πρόφτασα κ' ήρθα . . . πώς δεν το πήρε μυρουδιά
εκείνο το σκυλί, ο Μανώλης ο Πολύχρονος, να έρθη να μου τον
πάρη! Ο Θανάσης ο Τσιρογεώργης προσέφερεν οίνον και στραγάλια
εις τους επισκέπτας, ο δε Λάμπρος του έδωσε παχείας
υποσχέσεις δι' οιανδήποτε απαίτησιν και αν είχεν από τον
μέλλοντα βουλευτήν, όστις ήτο σίγουρος «με το παραπάνω» και
τον περικάλεσε να περάση από το γραφείον του, όσον είνε το
εκλογικόν κέντρον, διά να τα ειπούν καλλίτερα.
Μόλις απήλθεν ούτος μετά των ακολούθων, και ο Μανώλης με τους
ιδικούς του ανήλθον εις την οικίαν.
— Λοιπόν, κουμπάρε, πώς είμαστε;
Ο Μανώλης είχε συνηθίσει ν' αποκαλή κουμπάρους σχεδόν όλους
τους συντέκνους των συμπεθέρων του.
— Τώρα, κουμπάρε, έδωσα το λόγο μ'.
— Σε ποιόνε;
— Στο Λάμπρο το Βατούλα . . . Τώρ-δα, τώρ-δα, ό,τι
κατέβηκε . . . Δεν ειξεύρατε ναρθήτε μισή ώρα μπροστά;
Δ
Η οικία του Σπληνογιάννη, ανώγεως, με δύο δωμάτια και μέγαν
πρόδομον, μετά μεγάλου σκεπαστού εξώστου, λιθίνης κλίμακος,
έκειτο ολίγα βήματα απωτέρω προς ανατολάς βλέπουσα. Εκεί
εισήλθε μετά των εταίρων του ο Λάμπρος ο Βατούλας, άμα
εξελθών της οικίας του Τσιρογεώργη.
Μετ' ολίγα λεπτά, ότε ο Μανώλης κατήλθεν άπρακτος εκ της
τελευταίας ανωτέρω περιγραφείσης επισκέψεώς του, ήκουσε
θόρυβον, φωνάς και ταραχήν. Δύο φωναί ανδρικαί, η μία βραχνή,
επίρρινος και οργίλη, η άλλη μελιχρά και καταπραϋντική,
ηκούοντο συνεχώς εναλλάσσουσαι· αλλ' αμφοτέρων εδέσποζεν
οξεία και διάτορος φωνή, φωνή γυναικός νευροπαθούς,
διαμαρτυρομένη με γοεράς και απειλητικάς κραυγάς, ας
ακούοντες ευλόγως υπέθετον ότι μεγάλη συμφορά είχεν ενσκήψει.
Αι φωναί ήρχοντο προφανώς από την οικίαν του Σπληνογιάννη. Ο
Μανώλης, όστις εγνώριζε μεν κάτι τι και από πριν, διέκρινε δε
και ολίγας λέξεις εκ των πολυήχων κραυγών της νευροπαθούς
γυναικός, ενόμισεν ότι την φοράν ταύτην δεν ήτο υπόχρεως να
σεβασθή τους όρους της σιωπηλής συμβάσεως, ήτις ίσχυε μεταξύ
των δύο αντιπάλων κομμάτων, όπως οι άνθρωποι του ενός
κόμματος μη επιτρέχωσιν αδιακρίτως προς ψηφοθηρίαν εις το
αυτό μέρος όπου έχουσιν ήδη εισβάλει οι οπαδοί του άλλου, και
έσπευσε να παραβιάση την σύμβασιν. Χωρίς να διστάση, ένευσεν
εις τους δύο συντρόφους του να τον ακολουθήσωσι, και ανέβη
εις την οικίαν.
Οι δύο ακόλουθοι του Βατούλα, οίτινες είχον μείνει κατά την
παραδεδεγμένην τακτικήν εις το προαύλιον της οικίας,
διεμαρτυρήθησαν δι' υποκώφων γογγυσμών, αλλά δεν ετόλμησαν ν'
αντισταθώσιν. Έμενον δε νυν αντικρύ των, προκλητικά ρίπτοντες
επ' αυτούς βλέμματα, και οι δύο ουραγοί του Μανώλη, απώτερον
ιστάμενοι και δυσκολευόμενοι να εννοήσωσι την στρατηγικήν του
αρχηγού των.
Μόλις είχεν αναβή ο Μανώλης εις του Σπληνογιάννη, και
παράθυρόν τι ελαφρώς τρίξαν υπανεώχθη αντικρύ. Εις το άνοιγμα
του παραθύρου εξήλθεν η Τσιρογεώργαινα και έτεινεν άπληστον
το ους. Εις τον μικρόν εξώστην της παρακειμένης οικίας, ενώ η
θύρα έμενε κλειστή, σκοτεινή μορφή ίστατο από τινων λεπτών
της ώρας. Η σκοτεινή μορφή, ήτις δεν ήτο άλλη παρά η
Ζυγαράκαινα, μήτηρ τεσσάρων υιών εκλογέων, κ.τ.λ., είδε την
διά του ανοίγματος του παραθύρου προκύψασαν φαιδράν όψιν, την
ανεγνώρισε, και εψιθύρισε προς αυτήν
— Τακούς, γειτόνισσα;
— Τι ν' ακούσω, γειτόνισσα;
— Να, που μαλλώνουν, τ' ανδρόγυνο.
— Γιατί τάχα;
— Να, από άλλο κόμμα, είνε, λέει, ο άνδρας και από άλλο η
γυναίκα.
— Μη χειρότερα.
— Είνε και άλλα χειρότερα, γειτόνισσα;
Και η φαιδρά όψις επανέκλεισε το παράθυρόν κ' έγεινεν
άφαντος, ενώ η σκοτεινή μορφή, ήτις δεν εξετίμα εν παντί την
χρησιμότητα της λυχνίας, έμεινε πολυπράγμων, κατασκοπεύουσα
τα συμβαίνοντα εν τη αντικρυνή οικία.
Μικρόν πριν εισέλθη ο Μανώλης, ιδού τίνες φράσεις διημείβοντο
εν τη οικία:
— Έννοια σου, κουμπάρε, μην την ακούς αυτή, έλεγε δεικνύων
διά νεύματος την σύζυγόν του προς τον Λάμπρον Βατούλαν ο
Σπληνογιάννης, τεσσαρακοντούτης, ισχνός, κίτρινος, μ'
εσβεσμένα όμματα, προξενών οίκτον.
— Κείνο που θέλω εγώ θα γείνη! ανέκραζεν απειλούσα διά
χειρονομίας η σύζυγός του, ωραία, τριακοντούτης, υψηλή,
ροδόχρους, γλυκυτάτη, με μεθυστικόν το βλέμμα και το
μειδίαμα, την οποίαν διά του πρώτου βλέμματος ο θεατής,
συγκρίνων αυτήν εκ του σύνεγγυς με τον σύζυγόν της, ακουσίως
θ' άφινε να του εκφύγη η επιφώνησις: Κρίμα 'ς τη γυναίκα!
— Μην τα ξεσυνερίζεσαι τα λόγια της, κουμπάρε, διεμαρτύρετο
λέγων ο σύζυγος.
— Το δικό μου θα περάση, το δικό μου! επέμενε πάλιν η
συμβία.
— Και τι; θα με κουμαντάρης εσύ; έκραζεν απειλητικώς ο
Σπληνογιάννης.
— Σας παρακαλώ . . . ησυχάσατε τώρα, παρενέβαλλε διά της
μελιχράς και θωπευτικής φωνής του ο Λάμπρος ο Βατούλας. Να
τώξορα έτσι δα. .. καλλίτερα να μην ερχόμουνα . . . Δεν ήλθα
εγώ για να σπείρω σκάνδαλα στ' ανδρόγυνο . . .
Η θύρα ηνοίχθη και εισήλθεν ανελπίστως ο Μανώλης ο
Πολύχρονος.
Ο Σπληνογιάννης ηγέρθη αυτομάτως με βλέμμα εκπλήξεως και
αμηχανίας. Η γυνή εξεπήδησεν εκ του σκίμποδος εφ' ου εκάθητο,
και προέβη εις υποδοχήν του.
Ο Λάμπρος ο Βατούλας ουδ' εσάλευσεν από την θέσιν του,
— Καλώς τον κουμπάρο! έκραξεν η οικοδέσποινα.
— Καλώς τον κουμπάρο! ετραύλισε και ο Σπληνογιάννης.
Το ανδρόγυνον είχεν, ως φαίνεται, διπλαίς κουμπαριαίς, και
εντεύθεν ηδύνατο να εικάση τις ότι θα επήγαζεν η διαφωνία
μεταξύ των δύο συζύγων. Διότι ο Σπληνογιάννης είχεν υποσχεθή,
να δώση την ψήφον του εις τους κουμπάρους του, Λάμπρον
Βατούλαν και λοιπούς. Η Σπληνογιάνναινα όμως έτρεφε φανεράν
εκτίμησιν προς τους κουμπάρους της, του κόμματος Μανώλη
Πολυχρόνου και συντροφίας.
Είνε αληθές ότι, κατ' ιδίαν, ο Σπληνογιάννης διηγείτο εις την
σύζυγόν του ότι από πολιτικήν απλώς υπέσχετο εις τον Λάμπρον
τον Βατούλαν. Αλλ' η γυνή εσκύλιαζε και εδαιμονίζετο, όταν
τον ήκουεν ανανεούντα την υπόσχεσιν ταύτην, και απήτει να
κηρύξη φανερά ο σύζυγός της εις τον Λάμπρον ότι θα του έδιδε
ψήφον. Την θυσίαν ταύτην εδυσκολεύετο να κάμη ο
Σπληνογιάννης, και από εβδομάδων ήδη το ανδρόγυνον «δεν έτρωε
μερωμένο ψωμί».
— Τα βλέπεις λοιπόν, φίλε κύριε Λάμπρε, είπε μετά
προσποιητής σοβαρότητος, δάκνων τα χείλη, ο Μανώλης.
— Τι να ιδώ;
— Δεν πρέπει να βάζουμε σκάνδαλα στο ανδρόγυνο . . .
— Μάλιστα, σ' αυτό συμφωνώ κ' εγώ, είπε μεθ' ετοιμότητος ο
Λάμπρος· δεν πρέπει να βάζετε σκάνδαλα, καθώς το λέτε.
— Εγώ έβαλα! είπεν οργίλως ο Μανώλη. Εγώ ήρθα να τους
ειρηνεύσω, μήπως τυχόν και τους ηρεθίσατε . . .
Ο Σπληνογιάννης έδιδε καθέκλαν εις τον Μανώλην.
— Ας είνε, θα τα καταφέρωμεν, είπεν.
— Ας είνε, κάνομε καλά, είπε. Εσείς, βλοημένοι, έρχεσθε κ'
οι δυο μαζί, και δεν μπορεί κανείς να . . .
Ακουσίως αμφότεροι αι ψηφοκάπηλοι εγέλασαν, μαντεύσαντες τι
ήθελε να είπη ο Σπληνογιάννης.
— Κείνο που σου λέω εγώ ! . . .
— Κείνο που σου λέω εγώ! ανέκραξε με οξείαν φωνήν η γυνή.
Ησθάνετο δε τώρα ενισχυομένην την θέσιν της εκ της επικουρίας
ην παρείχεν αυτή η παρουσία του Μανώλη και εγίνετο θρασυτέρα.
Ο δυστυχής Σπληνογιάννης δεν ενθυμείτο να ευρέθη ποτέ εις
δυσχερεστέραν θέσιν. Ευρίσκετο αντιμέτωπος τριών εχθρών, ων
φοβερώτερος βεβαίως ήτο αυτή η σύζυγός του. Μεμονωμένους,
καθ' ένα έκαστον, αν τους είχε συναντήσει, ήτον ικανός, διά
της ψευτικής, του μόνου όπλου όπερ απέμεινεν εις τους
χωρικούς όπως ανταγωνίζωνται κατά τόσων και τόσων πολιτικών ή
κοινωνικών και βιωτικών πιέσεων και διωγμών (όπλον το οποίον
ακονίζεται δις της εβδομάδος εις τα πταισματοδικεία και
ειρηνοδικεία όπου ο χωρικός γίνεται σωστός βλαχοδικηγόρος) να
τα βγάλη πέρα μαζί των, φενακίζων και τους τρεις κατά
πρόσωπον, φασκελώνων και τα δύο κόμματα όπισθεν των νώτων,
και ορκιζόμενος καθ' εαυτόν να μαυρίση περιφρονητικώς όλας
κατά σειράν τας κάλπας των αυτοκλήτων αντιπροσώπων του
ατυχούς λαού, του τόσον δεινοπαθούντος και τυραννουμένου.
Αλλ' ενώ η παρουσία του Λάμπρου του Βατούλα καθίστα ήδη
ανίσχυρον το μόνον όπλον του, εις επίμετρον προσετέθη και η
έφοδος του Μανώλη του Πολυχρόνου, όστις θα έλεγέ τις ότι
ήλθεν επίτηδες διά να παρασταθή εις δωρεάν περίεργον
οικογενειακήν κωμωδίαν.
Ουδέν άλλο καταφύγιον είχεν ή να ζητήση μικράν ανακωχήν.
— Ας είνε, είπε, θα ιδούμε· σήμερα Τρίτη, ως την Κυριακή που
θα είνε η εκλογαίς, θα μας φωτίση ο Θεός τι να κάνουμε . . .
— Όχι! Όχι! έκραξεν η γυνή γελώσα ακουσίως, αρχίσασα
φαίνεται και αυτή να εννοή το κωμικόν της θέσεως. Όχι! Όχι!
Και εκτύπησε θορυβωδώς τον δεξιόν γρόνθον επί της παλάμης της
αριστεράς.
— Όχι ! Να δώσης τώρα το λόγο σου ! Ν' αποφασίσης τι θα
κάμης. Δεν τους έχεις τους ανθρώπους σαν τα ζωντανά σου, να
έρχωνται και να ξαναέρχωνται χίλιες φορές.
Ο Λάμπρος και ο Μανώλης ηυχαρίστησαν διά μειδιάματος την
σύζυγον του Σπληνογιάννη διά το φιλοφρόνημα.
— Μα κάμε φρόνιμα, γυναίκα! έκραξεν αγανακτών ο ποιμήν. Είνε
τρόπος αυτός να επιμένης τόσον εσύ, εμπρός εις τόσους άνδρας!
Αλλοίμονό μας, αν αρχίσουν να μας κουμαντάρουν η γυναίκες
μας!
— Ακούστε τον! ακούστε τον! Με βρίζει κι' όλα . . . με
φοβερίζει! ανέκραξεν η γυνή δράττουσα περί τους κροτάφους
τους δυο κρεμαμένους θυσάνους της κόμης της.
— Δεν ξέρω στην πάρα πάνω σκάλα, είπε με πικρόν πόνον
τρωθείσης αξιοπρεπείας, ρίπτων εμφαντικόν βλέμμα προς τους
επισκέπτας ο ποιμήν, δεν ξέρω αν οι σοϊλήδες, αυτοί που
κάνουν τον άρχοντα, στρέγουν να τους κουμαντάρουν η γυναίκες
τους· μα ημείς οι βοσκοί το καταδεχόμαστε με κανέναν τρόπο! Ο
παππάς που μας εστεφάνωσε άκουσα να λέη την ώρα που διάβαζε
τον Απόστολο, πριν ειπή το Βαγγέλιο, πως «η γυνή πρέπει να
φοβήται τον άνδρα».
Ο Λάμπρος ο Βατούλας, μειδιών ίσως διά να δώση αφορμήν
ειρηνεύσεως εις τα δύο πρόσωπα της σκηνής, τρέπων το θέμα επί
το αστειότερον, είπε·
— Μα ξέρεις, κουμπάρε, τί την δασκαλεύει τη νύφη, η μάννα
της;
— Τι;
— Την ώρα που λέει αυτόν τον λόγον ο παππάς, την ορμηνεύει
να πη μέσα της τρεις φοραίς: «Αστοχιά στο λόγο σου, παππά μ',
δάκω τη γλώσσα σου».
Εγέλασαν όλοι και αυτή η Σπληνογιάνναινα.
Ό Λάμπρος εγερθείς μετά την παρατήρησιν ταύτην, επλησίασεν ως
την θύραν, όπου εστάθη επί τινα λεπτά, ως να εσκέπτετο αν
έπρεπε ν' απέλθη. Αλλ' ουχ' ήττον επανήλθε πάλιν εις την
θέσιν του και εκάθησεν.
Ο Μανώλης ηγέρθη και αυτός, επλησίασεν εις το παράθυρον,
εστήριξε τα νώτα επί του τοίχου, κ' εστάθη αναποφάσιστος.
Ουδείς των δύο απεφάσιζε να δώση πρώτος το παράδειγμα της
αποχωρήσεως. Ο μεν Λάμπρος εσκέπτετο ότι ο Μανώλης,
τελευταίος ελθών, ήτο αδιάκριτος, και επομένως ώφειλε να τους
αφήση ησύχους να τελειώσουν την συνδιάλεξιν ην είχον ή
υπετίθετο ότι είχον μετά του οικοδεσπότου, ο δε Μανώλης
εφρόνει ότι, αφού ήλθε τελευταίος, τελευταίος έπρεπε και να
απέλθη.
Τέλος ο Λάμπρος εσκέφθη ότι η σκηνή αύτη έπρεπε να λάβη
πέρας, και όπως ευπροσώπως εξέλθη εκ της δυσχερούς θέσεως·
— Ας είνε, είπε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, ημείς δεν είμαστε
από κείνους όπου πάνε και βάζουν σκάνδαλα στα ανδρόγυνα· κάμε
ό,τι σε φωτίσει ο θεός, καθώς είπες. Κ' ένα ψήφο να μας δώσης
στη μία μας κάλπη μοναχά, για να δώσης κι' από κει (δείξας
τον Μανώλην) και μικτόν να δώσης και στα δύο κόμματα, ημείς
θα σου το γνωρίζουμε χάρι.
— Όχι! όχι! επέμεινεν η γυνή. Στον κουμπάρο έδωκε τον λόγον
του από μπροστήτερα.
Ο Λάμπρος εκινήθη να εξέλθη, ο δε Μανώλης μείνας επί δύο ή
τρία λεπτά, αφού αντήλλαξε με ψίθυρον φωνήν ολίγας λέξεις με
τον οικοδεσπότην και με την συμβίαν του, τους ευχήθη την
καλήν νύκτα, και από του εξώστου μεγάλη τη φωνή, διά ν'
ακουσθή από τον Λάμπρον, όστις δεν θα ήτο μακράν, είπε·
— Καλά τους λένε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, χαλασοχώρηδες.
— Όλοι σας, απήντησεν ετοίμως ο ποιμήν, να πούμε την
αλήθεια, είστε πάρ' τον ένανε, χτύπα τον άλλονε.
— Το λοιπόν κ' ημείς είμαστε χαλασοχώρηδες, σαν αυτούς;
— Δεν είσθε χαλασοχώρηδες, απήντησε σαρκαστική εις το σκότος
η φωνή του Λάμπρου Βατούλα· είσθε ανδρογυνοχωρίστρες!
Ε'
Χαλασοχώρηδες εκαλούντο τέως οι του κόμματος του Λάμπρου, από
δε της νυκτός ταύτης οι του άλλου κόμματος ωνομάσθησαν
ανδρογυνοχωρίστρες.
Από της αυγής της επαύριον Τετάρτης ο Μανώλης και δύο των
φίλων του, λαβόντες βάρκαν, εξήλθον εις το Μαραγκό, νησίδιον
φράττον προς εύρον τον λιμένα, κ' επαραμόνευαν πότε θα
ενεφανίζοντο όπισθεν της Άρκτου και της Τρυπητής, δύο άλλων
ανατολικώτερον κειμένων νησιδίων, αι βάρκαι αι φέρουσαι τον
ροφόν, κατά το λεξιλόγιον του Μανώλη του Πολυχρόνου. Αλλ' από
βαθέος όρθρου, ο Λάμπρος ο Βατούλας οσφρανθείς, φαίνεται, το
δόλωμα των αντιπάλων, έσπευσε να ξυπνήση τον καπετάν-Νικολάκην,
το Τρυποκαρύδι, ένα των στενωτέρων φίλων του, και
επιβιβασθέντες οι δύο εις ωραίον κόττερον, έλυσαν τα πανιά,
εσήκωσαν την άγκυραν, και ανάψαντες τους ναργιλέδες των με τα
κάρβουνα, τα οποία είχαν λάβει από το καφενείον του
γέρο-Ακούκατου, όστις αγρυπνότερος αλέκτορος ήνοιγε το καφενείον
τέσσαρας ώρας πριν φέξη, εξηπλώθησαν παρά την πρύμνην
καπνίζοντες και πλέοντες τη βοηθεία της πρωινής απογείου
αύρας. Εξήλθον εις το Ασπρόνησον, βορειοανατολικώς, όπου
έκαμναν καρτέρι περιμένοντες πότε ήθελε φανή το κελεπούρι,
κατά το ύψος του Λάμπρου του Βατούλα. Οι Χαλασοχώρηδες
κάμψαντες την ακτήν είχαν κρυφθή όπισθεν του Ασπρονήσου, και
οι Ανδρογυνοχωρίστρες ούτε τους είδαν, ούτε υπώπτευσαν καν
ότι τους είχαν προλάβει.
Μετά ικανήν ώραν, άμα τη ανατολή του ηλίου, προέκυψαν από του
απέναντι ακρωτηρίου δύο βάρκαι ερχόμεναι προς τα εδώ,
αίτινες, έχουσαι ούριον τον άνεμον, καθότι είχε σουρώσει ήδη
το μελτέμι, ταχέως επλησίασαν. Οι Χαλασοχώρηδες με το
κόττερόν των έπλευσαν εις προϋπάντησιν των δύο λέμβων.
Ανεγνώρισαν δε μετ' ου πολύ τα πρόσωπα, τα οποία έφερον
αύται. Της μιας τούτων επέβαιναν ο Αλικιάδης και ο Αβαρίδης,
της δευτέρας επέβαιναν ο Γεροντιάδης, ο Καψιμαΐδης και ο
Χαρτουλάριος, και οι πέντε υποψήφιοι βουλευταί. Είχον ορμηθή
εκ της πρωτευούσης της Επαρχίας και ήρχοντο προς άγραν ψήφων
και προς επίσκεψιν των εν τω δευτερεύοντι δήμω φίλων του.
Τούτων ο Αλικιάδης εκ της μιας λέμβου και ο Καψιμαΐδης εκ της
άλλης υπηρετούντο χωρίς να είνε συνδυασμένοι, από τους
Χαλασοχώρηδες, ο δε Γεροντιάδης και ο Αβαρίδης υπεστηρίζοντο,
χωρίς ν' αποτελώσι συνδυασμόν, από τους Ανδρογυνοχωρίστραις.
(Διότι όλα τα εις ιδης και αδης, ως να προέβλεπον, θα έλεγέ
τις μέλλουσαν εξορίαν και διωγμόν, είχον ζητήσει εγκαίρως να
εξασφαλισθώσιν εις τον προσφυή εκείνον τόπον). Όσον αφορά τον
πέμπτον, τον Γιαννάκον τον Χαρτουλάριον, ούτος ήτο το μήλον
της έριδος, και αμφότερα τα τοπικά κόμματα εμάχοντο ποίος να
τον πρωτοϋπηρετήση.
Ο Λάμπρος ο Βατούλας δεν ηυχαριστήθη πολύ ιδών τον Γιαννάκον
τον Χαρτουλάριον επιβαίνοντα της αυτής λέμβου μετά δύο άλλων
υποψηφίων. Επεθύμει και ήλπιζε να τον έβλεπεν επί χωριστής
λέμβου πλέοντα. Διότι διά τον Αλικιάδην και Καψιμαΐδην δεν
τον έμελλε και πολύ, καθόσον ούτοι ως φανερώς υποστηριζόμενοι
υπό του κόμματος, και μη έχοντες άλλους φίλους, δεν είχον
ανάγκην πολλών περιποιήσεων, αλλά διά τον Γιαννάκον τον
Χαρτουλάριον, τον οποίον αυτός διενοείτο να υπηρετήση
αριστερά τη χειρί και διά λογαριασμόν του είχε πλεύσει μέχρι
Ασπρονήσου, σχεδιάζων να τον παρακαλέση να μεταβή τιμητικώς
εις το κόττερον, και να υψώση και σημαίαν εις τον ιστόν, άμα
θα εισέπλεον εις τον λιμένα. Δυστυχώς τώρα η υπόθεσις
περιεπλέκετο. Ούτε τον Γιαννάκον τον Χαρτουλάριον μόνον
ηδύνατο ευπροσώπως να αποσπάση εις το κομψόν και λευκόν
χρωματισμένον κόττερον, ούτε τους άλλους, τους δύο φανερούς
υποψηφίους του, ηδύνατο ευλόγως να καρπολογήση από τας δύο
χωριστάς λέμβους. Την στιγμήν εκείνην ο καπετάν-Νικολάκης
το Τρυποκαρύδι, μόνος ιδιοκτήτης και κυβερνήτης του κοττέρου,
αναλογισθείς το φιλοδώρημα, το οποίον ήτο δυνατόν να δώσουν
οι υποψήφιοι, αν τους έπειθε να επιβιβασθώσιν εις το
κόττερον, όπως εισπλεύσωσιν εις τον λιμένα μετά πομπής,
αποβλέψας εις την εγγύτερον ισταμένην λέμβον, ης επέβαινον οι
δύο των υποψηφίων, μετέβη εις την πρώραν και ήρχισε να
φωνάζη·
— Ορίστε, κύριοι, στο κόττερο! Κύριε Αλικιάδη! κύριε
Αβαρίδη! θα ισσάρουμε και μπαντέρα μες το λιμάνι . . .
Την ιδίαν στιγμήν ο Λάμπρος ο Βατούλας ήρχισε να νεύη
απελπιστικώς και να χειρονομή από της πρύμνης προς τον νεαρόν
ναυτικόν, αποτρέπων αυτόν. Διότι την στιγμήν εκείνην, αφού
πολύ εσκέφθη, του είχεν έλθει η ιδέα ότι, αφού τα πράγματα
του παρουσιάζοντο ούτω πολύπλοκα, ο άριστος τρόπος προς λύσιν
της δυσχερείας ήτο να καλέσωσιν επί του κοττέρου τους τρεις
υποψηφίους, τους επί της άλλης λέμβου. Ούτω θα είχον το
πλεονέκτημα ότι θα είχον δύο αντί ενός ή μάλλον τρεις αντί
δύο, να περιποιηθώσι. Διότι ναι μεν ο είς των τριών, ο
Γεροντιάδης, ήτο από το άλλο κόμμα, αλλ' ο τρίτος ο Γιαννάκος
ο Χαρτουλάριος, κατά τους υπολογισμούς του Βατούλα, ήξιζε
τουλάχιστον διά δύο. Και τούτο θα ήτο το μέγιστον κέρδος, ως
ήτο και ο σκοπός της θαλασσίας εκδρομής του, το να έχη τον
Χαρτουλάριον υπό τας όψεις και υπό την χείρα του. Αλλ' ο
καπετάν-Νικολάκης το Τρυποκαρύδι, επειδή «δεν ήτο μέσα του»
διά να ειξεύρη τους πόθους και τους υπολογισμούς του,
επεδίωκε δε ως αμαθής ναύτης το προχειρότερον και το
ευκολώτερον κέρδος, δεν έδωκε προσοχήν εις τα νεύματα και εις
τας χειρονομίας του, και εξηκολούθησε να φωνάζη προς τους κ.
κ. Αλικιάδην και Αβαρίδην·
— Θα κοτσάρουμε και τη μπαντέρα, κύριοι!
Συγχρόνως ο Λάμπρος ο Βατούλας απελπισθείς ότι θα τον ενόει
ποτέ αυτός ο «χονδροκέφαλος», ο Νικολάκης το Τρυποκαρύδι,
έστρεψε τα νεύματα και τας χειρονομίας του προς τους εν τη
άλλη λέμβω, και ήρχισε να τους χαιρετίζη με το καπέλλον, με
το μανδήλιον και με την φωνήν:
Σύγκρουσις τότε επήλθε δικαιωμάτων, απαιτήσεων και πόθων, και
σύγχυσις βλεμμάτων, φωνών και φρενών. Ο μεν κυβερνήτης από
της πρώρας προσεκάλει εις το πλοίον τους εκ της μιας λέμβου
δύο, ο δε επιβάτης από της πρύμνης, πλοιάρχου εξουσίαν
αντιποιούμενος, προσεκάλει τους εκ της άλλης λέμβου τρεις. Οι
μεν δύο, και αν ήθελον, ημποδίζοντο να έλθωσιν εκ της
προσκλήσεως των άλλων τριών, οι δε τρεις εκωλύοντο εκ της
προσκλήσεως των άλλων δύο. Και ούτοι και εκείνοι έμεναν
κυττάζοντες αλλήλους αναποφάσιστοι, οι δε πορθμείς των δύο
λέμβων εφ' ων είχον πλεύσει, ζηλότυποι και οργίλοι, ήρχισαν
φανερά να γογγύζωσι·
— Δεν έχουν ανάγκην ναρθούν στο κόττερο!
— Ξέρουμε κ' εμείς από πού μπαίνουν στο λιμάνι!
— Ξέρουμε το δρόμο να πάμε, στη σκάλα ν' αράξουμε . . .
— Έχουμε κ' ημείς μπαντέρα να ισσάρουμε . . .
— Και καινούργια μάλιστα . . . προχτές ακόμα την έρραψα . .